Μαυροπετρίτες

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (5 Ψήφοι)

Μαυροπετρίτες

Περιπλανήθηκα αρκετά εκείνο τον Αύγουστο, μα στο μυαλό μου είχα φυλαγμένο σα θησαυρό το φιλί σου, Άννια μου.

Στις γειτονιές που τώρα περπατώ τα σπίτια στολίζουν μπουκαμβίλιες που μου μαγεύουν την ψυχή. Τη νύχτα τα σοκάκια μοσχοβολούνε γιασεμί και τ’ άρωμά τους μου φέρνει στο νού το ίδιο άρωμα που γευόμουν σαν άγγιζα τα δικά σου χείλη. Φτάνω στη θάλασσα. Κάθομαι στη σκιά ενός πεύκου και κλείνω τα μάτια. Φέρνω στο νου μου την εικόνα του νερού που σκάει στα πόδια του βράχου στ’ απέναντι ακρωτήρι. Άρχισε κιόλας να με νανουρίζει ο φλοίσβος των κυμάτων που γλείφουν την ακρογιαλιά, φορτωμένη άμμο, κοχύλια και λιτρίδια. Σαν όνειρο πρόβαλε στο νου μου η εικόνα της Λορελάι καθισμένης στα βράχια του Ρήνου να στέλνει τη μαγική φωνή της στους βαρκάρηδες, λουσμένη στο φως του φεγγαριού. Χαμογελώ. Έτσι θα φωνάζω από ‘δω και μπρος την Άννια: Λορελάι μου. Κι αυτής η φωνή, ήταν το πρώτο που με τράβηξε, σαν την άκουσα σε μιούζικαλ να τραγουδάει το «Blue canary». Τους λογισμούς μου διέκοψε ένα θαλασσοπούλι, που φωνάζοντας στη λαλιά του, μου υπενθύμισε την παρουσία του. Θα θέλει να φάει φαίνεται, είπα μέσα μου και του πέταξα λίγα ψιχουλάκια που μου χαν’ μείνει στην τσέπη απ’ το πρωινό κολατσιό στο καράβι που μ' έφερε απ' τη Σαντορίνη στη Σάμο. Απλώνω το χέρι και μαζεύω λίγα βότσαλα. Τα χαϊδεύω στην παλάμη κάνοντάς τα να κροταλίσουν. Ανάμεσά τους παρατηρώ ένα, που μοιάζει να ‘ναι ημιπολύτιμος λίθος. Αχάτης, ίσως. Το κρατώ και το βάζω στην τσέπη. Θα το δείξω σε γεμολόγο, σκέφτηκα. Μπορεί και να ‘χει αξία. Πάντα η αξία σε καλεί να την ξεχωρίσεις, σαν είν’ ανάκατη με πράματα απλά. Ένα ούζο με φίλους στην ταβέρνα, ένας περίπατος στο δάσος, βαρκάδα με την Άννια στη λίμνη Βαϊκάλη, μπάνιο στα Μυστεγνά και πικ νικ στην ακροθαλασσιά. Τόσες μαγικές στιγμές κρατώ στη μνήμη μου μαζί της, που θα ‘θελα σαν παιδί να τις ξαναζήσω. Σαν τότε που παίζαμε πεντόβολο κι όλο την κέρδιζα κι αυτή τσατιζόταν και μου ‘λεγε στη γλώσσα της «ty kradesh' menya» (με κλέβεις), ή όπως κείνο το μορτάκι, τότε που η Άννια πάσχιζε ακόμα να μάθει ελληνικά κι όταν το ρώτησε «πώς πάμε για Κόρινθο;» κείνο της απάντησε: «με το γαϊδουράκι» κι ήθελε μετά να της εξηγήσω τί ‘ν’ το γαϊδουράκι. Της έδειξα τότε κι εγώ μια φωτογραφία μιας γιαγιάκας ντυμένης με προβιά γιδοβοσκού, που 'σερν' ένα γαϊδουράκι φορτωμένο κιλίμια, λαγήνια κι υφάσματα, πλάι στη βρύση της πλατείας ενός χωριού.

Ξαφνικά μου ήρθ' η επιθυμία να φάω γλυκό πορτοκάλι, όπως το 'φτιαχνε η κυρα-Μαρία, ξαδέλφη του πατέρα μου. «Δε χάνω τίποτα να πάω», σκέφτηκα. Παράγγειλα και βαρύγλυκο καφέ, αργοψημένο στη χόβολη. Ήθελα να αναπολήσω τις όμορφες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας. Σαν τότε που στη γιορτή τ’ άι-Γιαννιού τα κορίτσια στο χωριό έφερναν τ’ αμίλητο νερό, να δουν ποιόν θα πάρουν άντρα τους κι η Χριστινιώ μου χαμογέλαγε πονηρά. «Μάγια» τα ‘λεγε ο παπάς του χωριού. Αλλά πού αυτές. Πού τις έχανες πού τις έβρισκες, μια στο εικόνισμα στην εκκλησιά να παρακαλούν τη χάρη της Παναγιάς να τους φανερώσει ποιον θα παντρευτούν, μια στα έθιμα από παλιά, όταν τα παρακάλια στην Παναγιά δεν έπιαναν. «Έτσι ειν’ η ζωή, η γυναίκα να παντρεύεται», σκέφτηκα.

Η κυρά-Μαρία βγήκε γελαστή απ’ την κουζίνα της βαστώντας ένα δίσκο με γαρίδες σαγανάκι αχνιστές, αγγουροντομάτα και μύδια τηγανητά. Η μυρωδιά τους σου ‘σπαγε τη μύτη. «Έχουμε κι’ ωραίο κρασί άσπρο, απ’ τα αμπέλια μου», ενημέρωσε την παρέα που είχε φτάσει λίγη ώρα πριν ο κυρ Αντώνης. Πάντα πρόσχαρος με τους τουρίστες, τους έπιανε όλους κουβέντα: «από πού ήρθατε;», «πόσο θα μείνετε;» κ’ ύστερα άρχιζε να τους λέει πότε το ‘να, πότε τ' άλλο, όλο ιστορίες του χωριού. Η κόρη του διάβαζε στο δώμα, πάνω απ’ την ταβέρνα. Θα έδιν’ εξετάσεις να περάσει ιατρική του χρόνου. «Μπαμπά, πιο σιγά! Διαβάζω!», του φώναζε. Κι όλο καμάρων’ ο κυρ Αντώνης γιατί το κορίτσι του είχε μυαλό για γράμματα. Δική της ιδέα και τ’ όνομα του καφενέ: «Ωρίωνας! Ωραίο όνομα, αλλ' όχι για καφενέ», είπα μέσα μου, θαυμάζοντας ωστόσο τη φαντασία της. «Κυρ Αντώνη, βάλε λίγο μουσική ν’ ακούσουμε», του είπα. Χαμηλά όμως, να μπορεί κι η Γιώτα να διαβάσει με την ησυχία της. «Έγινε!», ήρθε η απάντησή του. «Θα σας βάλω όμως απ’αυτά που αρέσουν σε 'μένα, εντάξει;». «Εντάξει, κυρ Αντώνη», του είπα. «Βάλε τα παραδοσιακά που σ’ αρέσουν. Ό,τι πρέπει είναι για την ώρ’ αυτή». Μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες, κατάλαβα. «Το πλατανιώτικο νερό», του κάνω. «Το ‘μαθες απ’ έξω», μου απαντάει και γελάει. «Έ, ή αυτό θ’ ακούγαμε, ή τον ''Καραβά''», του 'πα γελώντας. Οι τουρίστες στο διπλανό τραπέζι είχαν απ' ώρα πιάσει κουβέντα για ιστιοπλοΐα. Τους άκουγα να μιλάνε για φλόκους, λαγουδέρες και ζυγά. Άρχισα και εγώ να τους λέω για ένα ιστιοφόρο που σκέφτομαι να πάρω. Με κάλεσαν να κάτσω στο τραπέζι τους. Πώς πέρασ’ η ώρα και βράδιασε, ούτε που το κατάλαβα. Δώσαμε και ραντεβού να πάμε όλοι μαζί την άλλη μέρα το πρωί στο κοντινό Αγαθονήσι, με το σκάφος των παιδιών. Ο κυρ Αντώνης μάς πρότεινε: «Να πάτε για φαγητό στο φίλο μου το Γιώργο, στο λιμάνι. Πείτε του ότι είστε από 'μένα και ότι τον περιμένω να τον φιλοξενήσω, μόλις ξαδιάσει απ’ τις δουλειές και 'ρθεί στα μέρη μας».

Η ηχώ της φωνής του έφτανε στ' αυτιά μου ενώ η πλώρη του σκάφους άφηνε πίσω της αφρισμένα απόνερα, σκίζοντας με μανία τα κύματα στην πορεία μας από Μαραθόκαμπο προς Φούρνους, όρτσα στον άνεμο. Τελευταία στιγμή τ' αποφασίσαμε να πάμε δυτικά. Οι μαυροπετρίτες (φαλκόνια) άραζαν σε ξερονήσια κι έν' απ' αυτά ήταν το Πετροκάραβο, βόρεια των Φούρνων.

Την ιδέα μάς έδωσε ένας παλιός ναυτικός, ο Ψαραντώνης: «Αυτή την εποχή εκκολάπτονται τα μικρά φαλκόνια», και συνέχισε περιγράφοντας με ποιόν τρόπο τ' αρσενικά εκείνη την περίοδο έπιαναν τα πουλιά στον αέρα: «Σα βολίδες ορμάν και πέφτουν με δύναμη πάνω σ' άλλα πουλιά, να τα ζαλίσουν. Μετά τα γραπώνουν με τα νύχια τους και τα πάνε στη φωλιά, όπου τα περιμένει η θηλυκιά με τα μωρά.

Τίποτα δεν τους ξεφεύγει. Αξίζει να δείτε πώς σημαδεύουν το θύμα τους απ' τα ξάγναντα στα γκρίφια και του ορμάν», μας είπε.

Παρατηρώντας από μακριά τα γεράκια με τα κιάλια, ένιωσα σα φυσιοδίφης που δεν παύει να θαυμάζει την πρόνοια της φύσης και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με το οποίο προίκισε τα πλάσματά της: κουρνιασμένα σε εσοχές βράχων στραμμένων ΒΔ, στην κατεύθυνση απ' όπου πνέει απαλός Μαΐστρος, το θηλυκό επωάζει τ' αυγά προσμένοντας το ταίρι του να του φέρει τροφή. Όπως γινόταν με τον κυνηγό, άνθρωπο των Πετραλώνων. Ο δυνατός πρέπει να φροντίζει τον αδύναμο, σκέφτηκα. Μείναμε κάνα δίωρο αρόδο να παρατηρούμε σιωπηλοί. Κάποιοι γλάροι, βουτώντας αποφασιστικά στο νερό, έβγαζαν τη σοδιά τους από αλιεύματα για κολατσιό κι ύστερα κούρνιαζαν στις τοξωτές θαλασσοσπηλιές να ξαποστάσουν. Ένα κοπάδι από δελφίνια λίγο πιο κει, μας κρατούσε συντροφιά επιδεικνύοντας τις ακροβατικές του δεξιότητες στον αφρό.

Ο Λευτέρης δεν έχασε την ευκαιρία κι έριξε καθετή. Αυτόν τον ενδιέφερε μόνο το ψάρεμα. Αλλάζοντας παράμαλλα κατάφερε να βγάλει ένα φαγκρί, δυο λυθρίνια, έναν κέφαλο και τρεις σαργούς. Εξασφαλίσαμε το βραδινό μας!

«Εσείς χαζεύετε κι εγώ δουλεύω για σας», μας μάλωσε τάχα, κρυφοκαμαρώνοντας για την καλή ψαριά.

«Σου χρωστάμε κέρασμα το βράδυ», του απαντήσαμ' εμείς. «Δικά μας τα υπόλοιπα!» και βάλαμε μπρος τη μηχανή να φτάσουμε μια ώρ' αρχύτερα στην Κεραμειδού, στη Θύμαινα, όπου είχαμε από νωρίς ειδοποιήσει τον κυρ Μηνά, φίλο του Λευτέρη, να μας έχει έτοιμα ψαρικά.

Φτάνοντας εκεί κατά τις οχτώ, δέσαμε το σκάφος στο μουράγιο και ξεπεζέψαμε με ανακούφιση, γεμάτοι προσμονή για το ζεστό φαΐ και την καλή παρέα που μας περίμενε. Το καρνάγιο στα 500 μέτρα, έσφυζ' από ζωή: παλιά και νέα σκαριά βγαλμένα στη στεριά για καλαφάτισμα, μυρίζοντας καμμένο ξύλο, ρητίνη, μίνιο, μπογιές και μοράβια, όριζαν το κέντρο του κύκλου της. Βάρκες και τράτες. Ζωντανοί οργανισμοί, με τ' αποτύπωμα της τέχνης του δημιουργού πάνω τους. Ανηφορήσαμε το καλντερίμι που οδηγούσε απ' το μώλο στο χωριό.

Μπαίνοντας στην αυλή της ταβέρνας, ένα πανέρι, σκόπιμα αφημένο στο σοφρά, μας έστελνε ανάκατες γλυκιές μυρωδιές από μέντα, δυόσμο, βασιλικό και θυμάρι για καλωσόρισμα, ενώ δίπλα του έν' ασημένιο τάσι με φρεσκοψημέν' αμυγδαλωτά βουτηγμένα στ' ανθόνερο μάς γαργάλησε τα ρουθούνια. Τριζόνια μέσ' απ' τα φύλλα του κισσού, που στεφάνωνε την καμαρωτή πόρτα της εισόδου, ανταγωνίζονταν με φλύαρη συγχορδία την ορμή χειμάρρου την άνοιξη. Έριξα μια ματιά τριγύρω, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας βιάστηκαν να πιάσουν τραπέζι με γέλια και φωνές. Αμπέλια κατέβαιναν κυματιστά απ' την κορφή του λόφου ως χαμηλά στη θάλασσα. Αριστερά της αυλής ο μπαχτσές περιφραγμένος, με ζαρζαβάτια σε βραγιές κι αυλάκια πλημμυρισμένα ακόμα απ' το απογεματινό πότισμα. Ο τοίχος από ξερολιθιά στα δεξιά της αυλής, με σκαρφαλωμένο πάνω του ως τη μέση ανθισμένο κάτασπρο μπουγαρίνι, διακοσμημένος μ' αστερίες κι αλογάκια της Παναγίας, την οχύρων' απ' τ' αγιάζι. Δω κι εκεί στα χωρίσματ' ανάμεσα στις πέτρες, πρόβαλαν τ' αγκαθωτά κλαδάκια τους οι αφάνες. Ο μύθος λέει πως η Αφροδίτη, τρέχοντας να προστατέψει τον Άδωνι απ’ την οργή του Αρη, μάτωσε τα πόδια της πατώντας πάνω τους κι από τότε τ άνθιά τους, που τώρα ξερά ρίχνουν το σπόρο τους στη γη, βάφηκαν κόκκινα.. Ένα πιθάρι μ' ένα γεράνι στεκόταν διακριτικά πιο πέρα, σα να ντρεπόταν το σγουρό βασιλικό που βλάσταινε δίπλα του, σε δρύινο βαρέλι. Η μπουγάδα, ξεπλυμένη με λουλάκι κι απλωμένη πίσ' απ' τον τοίχο σε σύρμα με ξύλινα μανταλάκια, μοσχοβόλαγε λεβάντα. Το πηγάδι ντυμένο με βότσαλα και χρωματιστές γυαλόπτερες μπρος στο μαντρότοιχο, με το λαγήνι αφημένο χάμω, έβαλε σε δοκιμασία την υπομονή μου. Πλησίασα κι άδραξα το χερούλι της σβίγας. Το σχοινί ξετυλίχτηκε γρήγορα κατεβάζοντας τον κουβά που έπεσε παφλάζοντας στο νερό, ενώ στ' ανέβασμά του το ροδάνι έτριζε κιόλας απ’ το βάρος. Τον τράβηξα επάνω ακουμπώντας τον στο χείλος του πηγαδιού και τον άδειασα στο λαγήνι. Το 'φερα με απληστία στα χείλη νιώθοντας τη δροσιά του νερού να μου σβήνει τη δίψα κατρακυλώντας στο λαρύγγι. «Όποιος δεν ήπιε νερό από πηγή ή από πηγάδι, δεν ξέρει τι έχασε», έλεγ' ο πατέρας μου. Κι είχε δίκιο. Ήταν ό,τι πρέπει για να συνέλθω απ' το λιόκαμα και τ' αλάτι της θάλασσας.

Τις σκέψεις μου διέκοψε απότομα ο ήχος της μπουρούς που σάλπιζ' ο Λευτέρης. Την κουβάλαγε πάντα μαζί του, να μας μαζεύει όταν ήταν να σαλπάρουμε. «Σημαίν' η γη, σημαίνουν τα ουράνια», σκέφτηκα. Οι άλλοι είχαν ήδη παραγγείλει κι εγώ χάζευ' ακόμα σαν παιδί, ενώ έπρεπε να κάθομαι μαζί τους στο τραπέζι. «Άντε, ντε! κοντεύει να κρυώσει το φαΐ!», μου φώναξαν ανυπόμονα, κι εγώ υπάκουσα πρόθυμα. Ο τεράστιος δίσκος στο τραπέζι με την ποικιλία από ψαρικά ήταν χάρμα οφθαλμών: πίνες, κυδώνια, φούσκες, χτένια, πεταλίδες, αχινοί και καβούρια, τηγανισμένα με λάδι σπιτικό απ’ το δικό τους λιοτριβιό, με σκόρδο, ρίγανη, θυμάρι, άνηθο, μαϊντανό, δαφνόφυλλα, ντομάτα και πιπεριές. Η κόρη του κυρ Μηνά η Ελένη, μας έφερνε κιόλας το δεύτερο πιάτο: μια πιατέλα μ' αστακό, που θα 'ταν γύρω στα 5 κιλά, ψημένο στη θράκα! «Λουκούλειο γεύμα για ξωμάχους θαλασσοπόρους! Ποιος τη χάρη μας!», είπα μέσα μου και σήκωσα το ποτήρι να μας ευχηθώ «καλοτάξιδους». Την ώρα εκείνη ο γιος του κυρ Μηνά έπιανε την κιθάρα να μας τραγουδήσει το «γιαλό-γιαλό», το «Απόψε την κιθάρα μου» κι όσες άλλες επτανησιακές καντάδες ήξερε, ενώ οι νεροκολοκύθες κρεμασμένες στην πέργκολα από ξυλοδεσιά λυγαριάς με γλυσίνες και τσαμπιά από ροζακί άναβαν όλες μαζί, φωτίζοντας τη νύχτα σα λυχνάρια, κι οι βάρκες ακίνητες, δεμένες στο μουράγιο, γίνονταν μάρτυρες στη μυσταγωγία της αστροφεγγιάς με πανσέληνο.

Οι νύχτες τ' Αυγούστου με μπουνάτσα κάνουν την πανσέληνο να μοιάζει ήλιος π' αναδύεται απ' το βυθό. Είν' η προβολή τ' ουρανού στη γη, θαρρώ. Το φιλί που της δίνει να την αναστήσει. Τ' ασήμωμά της, φόρος τιμής στην ομορφιά της. Τα μάτια μου βάραιν' αργά η σκιά του Μορφέα κι ενώ η ραστώνη με τύλιγε ζεστά στην αγκαλιά της, ο καιρός φόρτωνε μελτέμια. Τ' άι-Γιάννη τα γραιγώλια.

Αλέξανδρος Λαβιδάς-Μωυσίδης

Από μικρός μου άρεσε η ενασχόληση με τη θάλασσα και με ενθουσίαζαν τα ταξίδια. Τελειώνοντας το λύκειο επέλεξα σπουδές στην Αγγλία με σκοπό μια καριέρα στο εμπορικό ναυτικό. Έτσι, τόσο στη δουλειά όσο και στις άδειές μου, μου δίνεται η δυνατότητα να δω καινούρια μέρη και να γνωρίσω κουλτούρες πολύ διαφορετικές από τη δική μας. Στον ελεύθερό μου χρόνο διαβάζω ιστορία και προσπαθώ συνεχώς να μαθαίνω καινούρια πράγματα.

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.