Οι ρουσφετολογικές προσλήψεις στο Δημόσιο κατά το παρελθόν και η αδιαφάνεια στην εποχή του ΑΣΕΠ - της Μαρίας-Μαγδαληνής Τσίπρα

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (6 Ψήφοι)

Οι ρουσφετολογικές προσλήψεις στο Δημόσιο κατά το παρελθόν και η αδιαφάνεια στην εποχή του ΑΣΕΠ - της Μαρίας-Μαγδαληνής Τσίπρα

της Μαρίας-Μαγδαληνής Τσίπρα

Η ιστορία των προσλήψεων προσωπικού στο Δημόσιο είναι παλιά και λίγο έως πολύ γνωστή σε όλους μας. Από τις αρχές του αιώνα και επί δεκαετίες, μοναδικό κριτήριο για κάθε πρόσληψη ήταν η ιδιότητα του υποψηφίου ως ενεργό μέλος του κυβερνώντος κόμματος, ενώ η εναλλαγή Κυβερνήσεων έφερνε με μαθηματική ακρίβεια την απόλυση όσων είχαν προσληφθεί προκειμένου να αντικατασταθούν με νέους υπαλλήλους, φίλα προσκείμενους προς την νέα Κυβέρνηση.

Αυτός εξάλλου, ήταν και ο λόγος, που οδήγησε στην συνταγματική καθιέρωση του θεσμού της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Η αδιαφάνεια, ωστόσο, στις προσλήψεις δεν σταμάτησε με την κατοχύρωση της μονιμότητας. Αντιθέτως, συνέχισε να ταλανίζει την δημόσια διοίκηση, η οποία αντί να στελεχώνεται από ικανό προσωπικό, στελεχώνονταν από προσωπικό, ικανό να εξυπηρετήσει τα εκάστοτε κομματικά συμφέροντα.

Το έτος 1994, σε μία κορυφαία στιγμή αυτοκριτικής του πολιτικού μας συστήματος, θεσπίστηκε ο νόμος 2190/1994, με τον οποίο δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το ΑΣΕΠ, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή και προβλέφθηκαν ενιαία κριτήρια και διαδικασίες για την πρόσληψη προσωπικού στο Δημόσιο και τον Ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Ήταν δε τόση η ζέση του νομοθέτη να περιορίσει τις ρουσφετολογικές προσλήψεις, που στον νόμο προβλέφθηκε, ότι ακόμα και για απασχόληση προσωπικού για την κάλυψη εποχικών ή έκτακτων αναγκών, εφαρμόζονται αντικειμενικά μετρήσιμα κριτήρια. Εξάλλου, σκοπός του νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται σε όλα τα συνοδευτικά κείμενα του νόμου και όπως πολλές φορές έχει ειπωθεί σε όλους τους δυνατούς τόνους και ύφη ήταν η διασφάλιση της αξιοκρατίας στην Δημόσια Διοίκηση, ο ενιαίος προγραμματισμός προσλήψεων προσωπικού και τελικώς η αναβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων προς τον πολίτη υπηρεσιών.

Είναι εξαιρετικά αμφίβολο, εάν οι στόχοι του νομοθέτη επιτεύχθηκαν μέσα στα 24 έτη εφαρμογής του ν.2190/1994, χωρίς τούτο να αποτελεί κατ' ανάγκη μομφή προς το ίδιο το ΑΣΕΠ, το οποίο εξάλλου λειτουργεί υποχρεωτικά εντός των ορίων και με βάση τους κανόνες, που καθορίζει κάθε φορά ο ίδιος ο νομοθέτης. Και ο νομοθέτης, παρά το γεγονός, ότι το έτος 1994 ευαγγελίστηκε την διαφάνεια και την αξιοκρατία μέσω ενός ενιαίου συστήματος προσλήψεων, από την επόμενη κιόλας ημέρα, επιδόθηκε συστηματικά στην εισαγωγή εξαιρέσεων στις κατά τα άλλα ενιαίες διαδικασίες και στα κριτήρια, που ανάγονταν ως κομβικά κάθε φορά για την κατάταξη των υποψηφίων.

Γιατί για να είμαστε ειλικρινής, όταν ο νομοθέτης μπορεί να περιορίζει τους φορείς, στους οποίους εφαρμόζεται ο ν.2190/1994, τότε αυτονόητα μπορεί να αυξάνει την δυνατότητα προσλήψεως προσωπικού, εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ. Ομοίως, όταν ο νομοθέτης μπορεί να καθορίζει την μοριοδότηση των επιμέρους κριτηρίων, που προβλέπονται για την πρόσληψη προσωπικού μέσω διαγωνισμών ΑΣΕΠ και πάλι εμμέσως πλην σαφώς μπορεί να διευρύνει ή περιστέλλει αντίστοιχα, τον κύκλο των προσώπων, που μπορούν να προσληφθούν στο Δημόσιο. Και τέλος, όταν ο ίδιος ο νομοθέτης, που επέδειξε τόσο ζήλο στην πρόσληψη προσωπικού με αντικειμενικά μετρήσιμα κριτήρια ακόμα και για ολιγόμηνες συμβάσεις, μπορεί ανενόχλητος και χωρίς καμία συνέπεια να επιτρέπει την πρόσληψη δεκάδων χιλιάδων εργαζόμενων με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου και εν συνεχεία μετατρέπει τις συμβάσεις αυτές σε αορίστου χρόνου, τότε στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να καταλάβει, ότι ο ίδιος ο νομοθέτης ναρκοθετεί τα θεμέλια του οικοδομήματος, που ισχυρίζεται, ότι έστησε.

Και για να είμαι σαφής και να μην παρεξηγηθώ: δεν υπήρξα ποτέ νομικά αλλά και ηθικά αντίθετη στην τακτοποίηση μέσω νομοθετικών διατάξεων εργαζόμενων, που απασχολούνται επί σειρά ετών με συμβάσεις και τούτο πρωτίστως διότι οι εργαζόμενοι αυτοί είναι τα θύματα των νομοθετικών επιλογών και όχι οι θύτες. Κανείς, κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν μπορεί να καταλογίσει στους ανθρώπους αυτούς, την ευθύνη, ότι η πολιτική εξουσία αντί να προγραμματίζει και να οργανώνει τις προσλήψεις προσωπικού στην δημόσια διοίκηση με γνώμονα την καλύτερη οργάνωση και στελέχωση των υπηρεσιών, αναζητούσε διαρκώς τρόπους για να παρακάμψει τους κανόνες, που η ίδια έθεσε. Και ούτε βεβαίως μπορώ να δεχτώ ή να πιστέψω, ότι η διαδικασία παραγωγής νέων γενεών συμβασιούχων, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, δεν θα μπορούσε να σταματήσει οριστικά με την τακτοποίηση του εν λόγω προσωπικού και το Δημόσιο δεν θα μπορούσε να προβαίνει σε προσλήψεις υπαλλήλων συστηματικά και οργανωμένα, με γνώμονα τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης. Τούτο, ωστόσο, θα απαιτούσε από την εκάστοτε πολιτική εξουσία να παύσει να αντιμετωπίζει την ομηρία των συμβασιούχων στην βάση μίας καθαρά ψηφοθηρικής προσέγγισης, πράγμα, που από ότι φαίνεται καμία Κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να πράξει.

Ακόμα, δε και στις περιπτώσεις εκείνες, που οι θέσεις τακτικού προσωπικού προκηρύσσονται μέσω διαδικασιών ΑΣΕΠ, ο νομοθέτης κάνει και πάλι ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του, μέσω του καθορισμού της βαρύτητας και της μοριοδότησης των επιμέρους κριτηρίων πρόσληψης, σε ένα σύστημα, που στηρίζεται στην λογική του αντικειμενικού προσδιορισμού των μορίων, που συγκεντρώνει κάθε υποψήφιος, χωρίς καμία αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων, που διαθέτει. Τούτο σημαίνει, ότι ο νομοθέτης διαθέτει σημαντική ευχέρεια να καθορίζει, τα μόρια, που λαμβάνει κάθε επιμέρους τυπικό κριτήριο και να μεταβάλλει έτσι εμμέσως πλην σαφώς την σειρά κατάταξης των υποψηφίων και τελικώς όσων πρόκειται να προσληφθούν στο Δημόσιο. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί την ευκολία με την οποία θα μεταβάλλονταν η σειρά κατάταξης, εάν αυξάνονταν η μοριοδότηση της εμπειρίας ή εάν μεταβάλλονταν η βαθμολόγηση του τίτλου σπουδών ή έπαυε να μοριοδοτείται η ανεργία.

Και αυτό προκύπτει με σαφήνεια από τα κριτήρια, που μοριοδοτούνται σε κάθε κατηγορία εκπαίδευσης σύμφωνα με το άρ. 18 του ν.2190/1994, όπως ισχύει σήμερα

Έτσι, για θέσεις ΔΕ, ΠΕ και ΤΕ μοριοδοτούνται:

Α. Τίτλοι σπουδών: οι μονάδες του βαθμού του τίτλου σπουδών υπολογιζόμενες σε δεκάβαθμη κλίμακα με δύο δεκαδικά ψηφία και πολλαπλασιαζόμενες με τον αριθμό εκατόν δέκα (110). Δεύτερος τίτλος σπουδών σε αντικείμενο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο της θέσης για την κατηγορία ΠΕ και ΤΕ και της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται σύμφωνα με την προκήρυξη: εκατόν πενήντα (150) μονάδες.

Για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης προγραμμάτων ή σεμιναρίων επαγγελματικής κατάρτισης του Ο.Α.Ε.Δ. σε αντικείμενο συναφές με το αντικείμενο της θέσης: εβδομήντα (70) μονάδες.

Πτυχίο ή Δίπλωμα Επαγγελματικής Ειδικότητας, Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, επιπέδου 5 που χορηγείται στους αποφοίτους του «Μεταλυκειακού έτους - Τάξης Μαθητείας» ή στους αποφοίτους Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) ύστερα από πιστοποίηση από τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.) ή δίπλωμα επαγγελματικής εκπαίδευσης επιπέδου 5 που χορηγείται στους αποφοίτους των Κέντρων Επαγγελματικής Εκπαίδευσης των Α.Ε.Ι. ή δεύτερος τίτλος σπουδών, σε αντικείμενο συναφές με το γνωστικό αντικείμενο της θέσης για την κατηγορία ΔΕ, της αυτής εκπαιδευτικής βαθμίδας με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται σύμφωνα με την προκήρυξη: εκατόν πενήντα (150) μονάδες.

Μόνο για τις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ:

α. Διδακτορικό δίπλωμα στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης : τετρακόσιες (400) μονάδες

β. Διδακτορικό δίπλωμα σε άλλο γνωστικό αντικείμενο : διακόσιες (200) μονάδες

γ. Μεταπτυχιακός τίτλος ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης στο γνωστικό αντικείμενο της θέσης : διακόσιες (200) μονάδες

δ. Μεταπτυχιακός τίτλος ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης σε άλλο γνωστικό αντικείμενο : εκατό (100) μονάδες.

Αν ο υποψήφιος κατέχει δεύτερο μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο σπουδών, μοριοδοτείται επιπλέον κατά τριάντα τοις εκατό (30%) των μορίων που προβλέπονται για τον αντίστοιχο πρώτο τίτλο.

Β. Εμπειρία στο αντικείμενο της θέσης

Επτά (7) μονάδες ανά μήνα και για συνολική εμπειρία μέχρι ογδόντα τέσσερις (84) μήνες. Ως εμπειρία νοείται η απασχόληση με σχέση εργασίας ή σύμβαση έργου στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα ή άσκηση επαγγέλματος σε καθήκοντα ή έργα συναφή με το γνωστικό αντικείμενο του τίτλου σπουδών ή με το αντικείμενο της προς πλήρωση θέσης, μετά την απόκτηση του βασικού τίτλου σπουδών με τον οποίο ο υποψήφιος μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία και ως προς τις περιπτώσεις για τις οποίες απαιτείται άδεια άσκησης επαγγέλματος, μετά τη λήψη της άδειας.

Γ. Γνώση ξένης γλώσσας α) Για άριστη γνώση: εβδομήντα (70) μονάδες, β) για πολύ καλή γνώση: πενήντα (50) μονάδες, γ) για καλή γνώ ση: τριάντα (30) μονάδες, δ) για μέτρια γνώση (μόνο όταν αυτή απαιτείται από την προκήρυξη): δέκα (10) μονάδες. Για τον υποψήφιο που γνωρίζει περισσότερες ξένες γλώσσες, η βαθμολογία είναι αθροιστική.

Δ. Εντοπιότητα

Σε κάθε περίπτωση προτάσσονται των λοιπών υποψηφίων, ανεξάρτητα από το σύνολο των μονάδων που συγκεντρώνουν σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου αυτής, οι μόνιμοι κάτοικοι των δήμων των νομών ή των νησιών ή των παραμεθορίων περιοχών, καθώς και δήμων με πληθυσμό μικρότερο των 10.000 κατοίκων, εφόσον όλοι οι ανωτέρω επιθυμούν το διορισμό τους σε θέσεις υπηρεσιών στον αντίστοιχο νομό ή νησί ή παραμεθόριο περιοχή ή δήμο και δεσμεύονται να υπηρετήσουν σε αυτή επί μία τουλάχιστον δεκαετία. Σε κάθε περίπτωση προτάσσονται των λοιπών υποψηφίων ανεξάρτητα από το σύνολο των μονάδων που συγκεντρώνουν σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου αυτής οι δημότες που είναι και μόνιμοι κάτοικοι των δήμων ή κοινοτήτων των νομών ή των νησιών ή των παραμεθόριων περιοχών και ακολουθούν οι δημότες των ίδιων περιοχών, εφόσον όλοι οι ανωτέρω επιθυμούν το διορισμό τους σε θέσεις υπηρεσιών στον αντίστοιχο νομό ή νησί ή παραμεθόριο περιοχή και δεσμεύονται να υπηρε τήσουν σε αυτή επί μία τουλάχιστον δεκαετία.

Για θέσεις ΥΕ μοριοδοτούνται:

α. Αριθμός τέκνων: Εκατό (100) μονάδες για καθένα από τα δύο πρώτα ανήλικα τέκνα και διακόσιες (200) μονάδες για καθένα από τα επόμενα ανήλικα τέκνα. Αν ο υπoψήφιος είναι τέκνο πολύτεκνης οικογένειας τριακόσιες (300) μονάδες. Αν ο υποψήφιος είναι τέκνο τρίτεκνης οικογένειας διακόσιες (200) μονάδες.

β. Χρόνος ανεργίας: Για κάθε εξάμηνο ανεργίας και έως οκτώ συνολικά πενήντα (50) μονάδες.

γ. Χρόνος εμπειρίας, μοριοδοτούμενος όπως και στις κατηγορίες ΔΕ, ΠΕ και ΤΕ.

δ. Ηλικία: Για ηλικία έως 24 ετών πενήντα (50) μονάδες. Για ηλικία άνω των 24 ετών έως 30 ετών εβδομήντα πέντε (75) μονάδες.

ε. Εντοπιότητα, μοριοδοτούμενη, όπως και στις κατηγορίες ΔΕ, ΠΕ και ΤΕ.

Είναι προφανές, ότι ιδιαίτερα στην κατηγορία Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, τα κριτήρια, που χρησιμοποιούνται για την πρόσληψη προσωπικού και ο τρόπος με τον οποίο αυτά μοριοδοτούνται αποδεικνύουν, ότι ο νομοθέτης επιδιώκει έναν πρόσθετο, άσχετο προς την λειτουργία της Δημόσιας Διοικήσεως, στόχο: την άσκηση κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής πρόνοιας, μέσω των διαδικασιών προσλήψεων. Και βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για τις πλέον ευαίσθητες κατηγορίες πολιτών της ή να φροντίζει για την διασφάλιση των ανέργων. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι με ποιόν τρόπο η μακροχρόνια ανεργία ή η ηλικία του υποψηφίου ως κριτήρια πρόσληψης είναι συμβατά με την αρχή της αξιοκρατίας και συμβάλλουν στην βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Η Δημόσια Διοίκηση είναι η ραχοκοκαλιά του κράτους, το πεδίο στο οποίο συναντώνται, συγκρούονται ή και συμπλέκονται η δημόσια εξουσία και το ιδιωτικό συμφέρον. Με την έννοια αυτή, μία σύγχρονη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση, μπορεί να συμβάλλει παραγωγικά και ουσιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, μέσω της οριοθέτησης και του ελέγχου, μέσω της δημιουργίας ενός σταθερού περιβάλλοντος και μέσω της διασφάλισης των βασικών αγαθών, που έχει ανάγκη η κοινωνία. Το σύστημα προσλήψεων είναι ένα σημαντικό στοιχείο, που μπορεί να αξιοποιηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, εάν μπορέσει να αποδεσμευτεί ποτέ από την εμμονή στην αντικειμενικότητα και όχι στην αξιοκρατία, ουσιαστική και τυπική, από την αέναη παραγωγή εργασιακών ομήρων, που μεταβιβάζονται από την μία Κυβέρνηση στην άλλη, από την ανάγκη εξυπηρέτησης διαφόρων ειδών πολιτικών μέσω των προσλήψεων εργαζομένων στο Δημόσιο. Και δυστυχώς 24 έτη μετά την εφαρμογή του θεσμού ΑΣΕΠ η αίσθηση μου είναι, ότι ακόμα υπάρχει πολύς δρόμος να γίνει, μέχρι που να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα.

Η Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα είναι δικηγόρος – εργατολόγος. Ειδικεύεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Ως νομικός σύμβουλος της ΑΔΕΔΥ, έχει αντιπροσωπεύσει πολλάκις την Ομοσπονδία των Δημοσίων Υπαλλήλων στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια και στους Διεθνείς Οργανισμούς. Το παρόν άρθρο της αναδημοσιεύεται από την ιστοσελίδα fpress.gr, όπου είχε αναρτηθεί στις 14 Δεκεμβρίου 2019 υπό τον τίτλο «Η αδιαφάνεια με τις προσλήψεις στο Δημόσιο στην εποχή του ΑΣΕΠ».

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.