Η γυναίκα που έπρεπε να φωνάξει

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (5 Ψήφοι)

Η γυναίκα που έπρεπε να φωνάξει

Η γυναίκα βγαίνει από το δωμάτιο, περιμένει επισκέψεις. Πρέπει να ντυθεί, να βαφτεί, να γίνει όμορφη. Θέλει να μακιγιαριστεί, κανείς να μη δει ότι έκλαιγε το προηγούμενο βράδυ. 

Ψάχνει να βρει και μία ωραία δικαιολογία, το σώμα της φαίνεται χτυπημένο. Προσπαθεί να κρύψει τις πληγές της, σωματικές και ψυχικές, να μην τις δει κανείς. Δε θέλει πάλι να αρχίσουν να τη ρωτάνε συνέχεια «άρχισε πάλι τα ίδια;» και να τη ζορίζουν με τόσες ερωτήσεις. 

Την τελευταία φορά τους είχε διαβεβαιώσει ότι είχε σταματήσει να τη χτυπάει, είχε σταματήσει να μεθάει και να γίνεται βίαιος. Τώρα, πάλι από την αρχή; 

Την ώρα εκείνη που ετοιμαζόταν, σκεφτόταν τη ζωή της, τα όνειρά της. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, να θυμώσει, να κλάψει, να λυπηθεί; Να τα βάλει με το ποτό, με την τύχη, με εκείνη, με το θεό; Με τη μητέρα της που επέμενε συνεχώς ότι έπρεπε να τον παντρευτεί; Δεν ήξερε, απαντήσεις δε μπορούσε να βρει πουθενά. 

Και εκείνος δε φαινόταν σκληρός τον πρώτο καιρό που τον είχε γνωρίσει. Ήταν ευγενικός, φαινόταν ότι την αγαπούσε. 

Δεν μπορούσε να φανταστεί τους δαίμονες εκείνους που τον κυνηγούσαν και τη λύτρωση που έψαχνε απεγνωσμένα στο ποτό. Εκείνες τις νύχτες που άνοιγε η πόρτα και αντί για μία αγκαλιά, την έσπρωχνε με δύναμη στο πάτωμα, βρίζοντας και αναθεματίζοντας τα πάντα, σπάζοντας ότι βρισκόταν μπροστά του.

Και εκείνες οι υποσχέσεις ότι θα αλλάξει, ότι θα γίνει ένας νέος άνθρωπος, ότι δε θα σηκώσει ποτέ ξανά το χέρι του επάνω της. Όλες κάλπικες. Και τώρα, πάλι από την αρχή. 

Θα τους κοιτάζει στα μάτια και θα τους λέει ψέματα, ότι χτύπησε σε κάποιο έπιπλο. Και θα ξέρει από το βλέμμα τους ότι δεν είναι πάλι πιστευτή. 

Πολλές φορές σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια, αλλά πάντα κάτι μέσα της την εμπόδιζε. Ποιος ξέρει το γιατί; Φοβόταν να έρθει αντιμέτωπη με αντιλήψεις του τύπου «μη χαλάσεις το σπίτι σου;». Ντρεπόταν; Μπορεί να πίστευε ότι είχε και εκείνη μερίδιο ευθύνης στην κακοποίηση που δεχόταν. 

Και ήταν πάντα μία απλή γυναίκα, χωρίς πολλά λούσα και πολυτέλειες. Πάντα όλα τα είχε σιδερωμένα, στρωμένα, περιποιημένα, τα χέρια της είχαν ροζιάσει από τις τόσες δουλειές. 

Μπορεί και να τον αγαπούσε. Ναι, τον αγαπούσε. Πίστευε ότι αυτή του η τρέλα είναι περαστική, ότι με τη στοργή ίσως και να ηρεμήσει, να σταματήσει να καταστρέφει τον εαυτό του και εκείνη. Αλλά εκείνος δε σταμάτησε ποτέ. Μετά από λίγες μέρες ηρεμίας, πάλι χτυπήματα, βρισιές. 

Αντί να χαίρεται μαζί του και να χαμογελά, να κρύβει κάτω από σκιές και μάσκαρα τα γκρεμισμένα όνειρα μίας ζωής. Δεν ήξερε τι να κάνει. Φοβόταν κιόλας την αντίδρασή του. Πόσο περισσότερο θα τη χτυπούσε, πόσο θα αγρίευε; Δε θα μπορούσε, βλέπεις, να καταλάβει ότι θέλει να τον προστατεύσει και εκείνον. 

Σκέφτηκε να μιλήσει σε κάποια υπηρεσία, να μη γραφεί πουθενά το όνομά της, να μην καταχωρηθούν τα στοιχεία της. Αν δεν κάνει κάτι, πού θα καταλήξει αυτή η κατάσταση; Θα έπρεπε να τη στείλει στο νοσοκομείο για να φωνάξει, να αντιδράσει; Έπρεπε να μιλήσει, γιατί η σιωπή δεν είναι λύση και όχι μόνο δεν επιλύνει, αλλά δυσχεραίνει ένα πρόβλημα.

Τα σκεφτόταν όλα αυτά τη στιγμή που βαφόταν και ετοίμαζε τα γλυκίσματα για να τρατάρει τους καλεσμένους της. Άραγε, θα τους μιλήσει; Δε γνωρίζω, η ιστορία θα δείξει.

Μαρία Σκαμπαρδώνη

Είμαι Δημοσιογράφος. Εκτός από το tempo.gr, αρθρογραφώ σε πολλά περιοδικά και blogs, όπως είναι ο Κλόουν, το e-Psychology και ο Λόγιος Ερμής.

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.