Εμμανουήλ Ροΐδης: Ένας αιρετικός Έλληνας συγγραφέας, που πολεμήθηκε σκληρά από την Εκκλησία αλλά και καταξιώθηκε διεθνώς

4.9245283018868 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 4.92 (53 Ψήφοι)

Εμμανουήλ Ροΐδης

Όντας πνευματώδης, καινοτόμος και επαναστατικός για την εποχή του, ο Εμμανουήλ Ροΐδης υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής πεζογραφίας, αποτελώντας έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ανθρώπους των γραμμάτων κατά τον 19° αιώνα. Στρεφόμενος στη δημοσιογραφία, ήταν ιδιαίτερα καυστικός και ασκούσε χωρίς δισταγμό οξύτατη αλλά πάντοτε δίκαιη κριτική για τα πολιτικά και κοινωνικά πεπραγμένα της ζωής στη χώρα.

Ήταν αρχοντικός, του άρεσε η χλιδή και ήταν λάτρης των ωραίων γυναικών, ενώ αγαπούσε επίσης τα σπάνια βιβλία, τα άλογα και γενικά τα ζώα. Ο μεγάλος αυτός τεχνίτης του λόγου συνέγραψε το πασίγνωστο έργο-σταθμό «Πάπισσα Ιωάννα», το οποίο έγινε η αιτία για τον αφορισμό του από την Ιερά Σύνοδο, αλλά παράλληλα τον καταξίωσε παγκοσμίως.

Ο Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 28 Ιουλίου του 1836 και ήταν γόνος αριστοκρατών με καταγωγή από τη Χίο. Από τα πέντε έως τα δεκατρία του χρόνια έζησε στη Γένοβα, όπου εμπορευόταν ο πατέρας του. Ο τελευταίος έγινε διευθυντής μεγάλου εμπορικού οίκου, καθώς επίσης και πρόξενος της Ελλάδας.

Στην ηλικία των δεκατριών ετών επέστρεψε στη Σύρο και μπήκε το 1849 οικότροφος στο ιδιωτικό ελληνοαμερικανικό λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη, όπου κρυφά ξαγρυπνούσε για να διαβάσει τα μυθιστορήματα του Αλέξανδρου Δουμά. Κάπως έτσι γεννήθηκε το φλογερό πάθος του για τη συγγραφή και άρχισε να γράφει τα πρώτα του πονήματα. Την ίδια περίοδο, ευτύχησε να γνωριστεί με τον μετέπειτα λόγιο, ποιητή και πεζογράφο Δημήτριο Βικέλα, καθώς ήταν συμμαθητές, και να εκδώσουν μαζί τη χειρόγραφη εφημερίδα «Μέλισσα».

Ελληνοαμερικανικό λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη

Η προσωπικότητα του Ροΐδη αναπτύχθηκε σε μια περίοδο που η Σύρος γνώριζε μεγάλη οικονομική, εμπορική και καλλιτεχνική άνθηση, έχοντας γίνει ένα από τα σημαντικότερα ναυτικά και εμπορικά κέντρα της χώρας. 

Ο κοσμοπολίτης Ροΐδης

Αφού τελείωσε το Λύκειο, το 1855 έφυγε για το Βερολίνο ώστε να σπουδάσει Φιλολογία και Φιλοσοφία, ενώ παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα και στο Μόναχο. Εντούτοις, διέκοψε τις σπουδές του ύστερα από δύο χρόνια και ταξίδεψε στην ηπειρωτική Ευρώπη, τις παραδουνάβιες περιοχές και την Αίγυπτο, προκειμένου να ασχοληθεί με το εμπόριο.

Η οικογενειακή του περιουσία και το εμπόριο πρόσφεραν στον νεαρό Εμμανουήλ οικονομική ανεξαρτησία, προκειμένου να μπορέσει όχι μόνο να ασχοληθεί ανεπηρέαστος με πνευματικές εργασίες, αλλά και να εκφράζει ελεύθερα τη γνώμη του. Έτσι, μπόρεσε στη συνέχεια να στραφεί στη δημοσιογραφία, ασκώντας ανεξάρτητη κριτική με οξύτατο αλλά δίκαιο τρόπο σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ωστόσο, συνέχισε να είναι αντικειμενικός και ασυμβίβαστος ακόμα και όταν στο τέλος της ζωής του περιέπεσε στη φτώχεια.

Εμμανουήλ Ροΐδης

Ο Ροΐδης ήταν φιλότεχνος, λάτρης της ανάγνωσης και τον απασχολούσε πολύ η κοσμική ζωή, οπότε μοίραζε τον χρόνο του ανάμεσα στις βιβλιοθήκες, στα μουσεία, στις συναυλίες και στα φροντιστήρια.

Διέμεινε για ένα διάστημα με την οικογένειά του στη Ρουμανία, αλλά δεν έπαψε να πραγματοποιεί συχνές επισκέψεις στην αγαπημένη του Αθήνα, στην οποία μετακόμισε το 1862 και αφιερώθηκε στη συγγραφή. 

Η μέθοδος της «κολοκυνθοπληγίας»

Το 1960 είχε κάνει την παρθενική του εμφάνιση στον κόσμο των γραμμάτων, δημοσιεύοντας μια μετάφραση του «Οδοιπορικού» του Σατωμπριάν (Chateaubriand Itineraire). Ο πρόλογος, μάλιστα, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς σε αυτόν διακρίνεται ένα πρώιμο ενδιαφέρον για ζητήματα του ύφους και της συγγραφής, φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για την ελληνική πραγματικότητα εκείνη την εποχή.

Το συγγραφικό ύφος του Ροΐδη χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα χιούμορ και ειρωνείας, το οποίο παράγεται με τη χρήση αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Ο ίδιος αποκαλούσε το ύφος του μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή χτύπημα στο κεφάλι του αναγνώστη με μια ξερή κολοκύθα. Όπως έλεγε, αυτό το συνεχές χιούμορ και η ειρωνεία ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του Έλληνα αναγνώστη της περιόδου. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο συγγραφέας ήταν ο πρώτος που καθιέρωσε το προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Η θέση του για το γλωσσικό ζήτημα

Παρ’ ότι ο ίδιος έγραφε στην καθαρεύουσα, ήταν υπέρ της δημοτικής στη λογοτεχνία. Θεωρούσε ότι η πρώτη ήταν το ίδιο πλούσια με τη δεύτερη και πρότεινε τη σταδιακή απλοποίηση της καθαρεύουσας και τον εμπλουτισμό της δημοτικής, προκειμένου να πραγματοποιηθεί σταδιακά η «συγχώνευση» σε μία γλώσσα. Εξάλλου, θεωρούσε βλαβερή για το έθνος τη «διγλωσσία» και κατηγορούσε ως υπεύθυνους γι’ αυτό τους λογίους.

Υπήρξε ένας από τους πρώτους υποστηρικτές του Γιάννη Ψυχάρη και έδωσε μάχες για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας στη δημόσια και πνευματική ζωή. Πέρα από τον πρόλογο στο «Οδοιπορικό», οι απόψεις του για τα γλωσσικά ζητήματα είναι συγκεντρωμένα στα «Πάρεργα» (πρόλογος), στη μελέτη για το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, ενώ στα «Είδωλα» αναφέρεται πιο εκτενώς στα θέματα αυτά.

Η Πάπισσα Ιωάννα και τα σενάρια περί λογοκλοπής

Το 1866, ο Ροΐδης εξέδωσε το πιο γνωστό του αφηγηματικό έργο με τίτλο «Πάπισσα Ιωάννα». Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο ο λογοτέχνης ισχυρίστηκε ότι εμπνεύστηκε από έναν σχετικό μεσαιωνικό θρύλο που άκουσε όταν ήταν ακόμα παιδί και βρισκόταν στη Γένοβα.

Πάπισσα Ιωάννα

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, ωστόσο, το βιβλίο του Ροΐδη βασίστηκε στο έργο του Ιωακείμ Σπανχάιμ, που τιτλοφορείται «Ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας» και είχε τυπωθεί στα λατινικά στα τέλη του 17ου αιώνα. Το αν η «Πάπισσα» του Έλληνα συγγραφέα είναι πράγματι προϊόν λογοκλοπής δεν είμαστε φυσικά σε θέση να το κρίνουμε, αλλά απλά το αναφέρουμε ως σενάριο που έχει κυκλοφορήσει και ο καθένας μπορεί να ανατρέξει σε σχετικές πηγές.

Όπως και να ‘χει, η «Πάπισσα Ιωάννα» αποτελεί ένα από τα γνωστότερα έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας και έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Εξάλλου, γνώρισε τεράστια επιτυχία τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Στο επίκεντρο της ιστορίας του Ροΐδη βρίσκεται η Πάπισσα Ιωάννα, η οποία είναι μια κόρη ιεραποστόλου του 9ου αιώνα, που, έχοντας μείνει ορφανή, μπήκε σε μοναστήρι μεταμφιεσμένη. Εκεί γνώρισε έναν επισκέπτη μοναχό, τον Φρουμέντιο, με τον οποίο ερωτεύτηκε και εγκαταστάθηκε για επτά χρόνια σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων. Ακολούθως, οι δύο εραστές έφυγαν από το μοναστήρι, με την Ιωάννα μεταμφιεσμένη σε άνδρα, και ταξίδεψαν στη Γερμανία, την Ελβετία και τη Γερμανία. Τελευταίος σταθμός του ταξιδιού τους ήταν η Αθήνα, όπου η Ιωάννα εγκατέλειψε τον μοναχό εραστή της και κατευθύνθηκε για τη Ρώμη. Όλες οι πράξεις της Ιωάννας την κατευθύνουν προς έναν μοναδικό στόχο: τη Ρώμη και το παπικό αξίωμα. Καταφέρνει τελικά να αναρριχηθεί στον παπικό θρόνο ως Πάπας Ιωάννης Η’ και μένει έγκυος από τον θαλαμηπόλο της. Τη στιγμή που όλοι θεωρούν ότι είναι άνδρας, λαμβάνει χώρα η μεγάλη αποκάλυψη όταν γεννά το παιδί της ανάμεσα στο πλήθος κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας και πεθαίνει από την οργή του μαινόμενου όχλου.

Πάπισσα Ιωάννα

Η ρήξη με την Εκκλησία

Με την «Πάπισσα Ιωάννα», ο Ροΐδης αντιτέθηκε στον ρομαντισμό και τη λογοτεχνική παράδοση, πρωτοστατώντας στη στροφή προς τον ρεαλισμό, ενώ παράλληλα ήρθε σε ρήξη με την Εκκλησία, σατιρίζοντας τα κακώς κείμενα του κλήρου. Οι αντιδράσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες εκείνη την εποχή, καθώς η κριτική του συγγραφέα είχε αποδέκτη όχι μόνο την Καθολική Εκκλησία, αλλά και την Ορθόδοξη. Μάλιστα, ο Ροΐδης απευθυνόταν κυρίως στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο κληρικός Μακάριος ο Καρυστίας επιτέθηκε με άρθρα του στον Τύπο της εποχής εναντίον του Ροΐδη και ακολούθως η Ιερά Σύνοδος χαρακτήρισε το έργο του «κακόηθες και βλάσφημον». Ως συνέπεια, αφόρισε το βιβλίο και ζήτησε επίσης από το κράτος την απαγόρευση της κυκλοφορίας του, πράγμα που τελικά δεν συνέβη.

papissa ioanna 447239223

Ο Ροΐδης απάντησε με χιούμορ στον αφορισμό του, υπογράφοντας ως Διονύσιος Σουρλής στην εφημερίδα «Αυγή» το 1866. «Ο κύριος εισαγγελεύς ουδ' απάντησιν έδωκεν, και οι δικασταί απεκρίθησαν γελώντες οτι αφού το βιβλίον είναι αφορισμένον, δεν δύνανται να το αναγνώσουσιν δια να το δικάσωσιν», ανέφερε χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου», ο Ροΐδης προέβη επίσης σε μια δεύτερη πιο σοβαρή και σκληρή απάντηση.

Ο Έλληνας συγγραφέας καταπιάστηκε τα επόμενα χρόνια με την παραγωγή πολιτικών και φιλολογικών κειμένων. Παράλληλα, συνεργάστηκε με τις γαλλόφωνες εφημερίδες «Independence Hellenique» και «La Grece», ενώ το 1870 έγινε διευθυντής της δεύτερης.

Η οικονομική καταστροφή και ο Τρικούπης

Πέρα από όλες τις αδυναμίες που αναφέραμε παραπάνω, ο Ροΐδης είχε ένα ακόμα μεγάλο πάθος: το χρηματιστήριο. Δεν ήταν βέβαια ο μόνος άνθρωπος των γραμμάτων που είχε τη συνήθεια αυτή, καθώς εκείνη την εποχή στο χρηματιστήριο έπαιζε ο Βολταίρος και όλη η πνευματική αφρόκρεμα της γηραιάς ηπείρου. 

Το χρηματιστήριο άνοιξε στην Ελλάδα το 1875 και ο κοσμοπολίτης Έλληνας συγγραφέας δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Ωστόσο, πέντε χρόνια αργότερα, στην κρίση των «Λαυρεωτικών» του 1880, έχασε τα πάντα και υπέστη οικονομική καταστροφή, επενδύοντας σχεδόν όλη την περιουσία του σε μετοχές της Εταιρείας Λαυρίου και της Πιστωτικής. Έτσι, αναγκάστηκε να ζήσει αποκλειστικά από το πνευματικό του έργο.

Το 1875 ίδρυσε την σατυρικού και πολιτικού ύφους εφημερίδα «Ασμοδαίος», καταδεικνύοντας τα κακώς κείμενα της τότε πολιτικής ζωής με άρθρα του που υπέγραφε με το ψευδώνυμο Θεοτούμπης. Δύο χρόνια αργότερα ενεπλάκη σε μεγάλη φιλολογική διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο λόγω ενός κριτικού κειμένου του Ροΐδη με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», που αναφερόταν στην επίδραση του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος στην ποιητική δημιουργία. 

Το 1878 εκδήλωσε ανοιχτά την υποστήριξή του προς τον Χαρίλαο Τρικούπη. Μετά την οικονομική του καταστροφή, ζήτησε βοήθεια από τον σημαντικό Έλληνα πολιτικό, τον οποίο γνώριζε προσωπικά και θαύμαζε. Ο Τρικούπης δεν αρνήθηκε να τον στηρίξει σε αυτή τη δύσκολη στιγμή και τον διόρισε χωρίς δεύτερη σκέψη έφορο στην Εθνική Βιβλιοθήκη.

Χαρίλαος Τρικούπης

Η ελληνική πραγματικότητα της εποχής εκείνης όμως δεν απείχε και πολύ από τη σημερινή. Όσο ο Τρικούπης ήταν στα πράγματα, ο Ροΐδης είχε δουλειά. Όταν έπεφτε ο Τρικούπης και τον διαδεχόταν ο Δεληγιάννης, έχανε τη θέση του στη Βιβλιοθήκη και έμενε στο περιθώριο.

Πέρα από τη θητεία του στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ο Ροΐδης συμμετείχε ενεργά στη συγγραφική ομάδα των περιοδικών «Παρνασσός» και «Εστία», δημοσιεύοντας πληθώρα άρθρων, κριτικών και γλωσσικών μελετών, ενώ παράλληλα συνέτασσε τις ετήσιες διπλωματικές επιθεωρήσεις της εφημερίδας «Ώρα» του Τρικούπη.

«Η μεγαλύτερη πληγή της Ελλάδας είναι οι Έλληνες»

Από την γραφίδα του Ροΐδη δεν ξέφευγε κανείς, ακόμα και στο σύνολό τους οι Έλληνες. Συγκριμένα, σε ανέκδοτο έργο του έγραψε: «Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας». 

Όσο για την ανυπακοή στους νόμους, που αποτελεί μεγάλη πληγή μέχρι και τις μέρες μας, υποστήριζε πολύ σοφά: «Είς νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του

Το 1885, λίγο πριν τα πενήντα του χρόνια, τον χτύπησε μια άμαξα τη στιγμή που έβγαινε από το καφενείο του Γιαννόπουλου στην πλατεία Συντάγματος και έσπασε το σαγόνι του, πράγμα που του στέρησε την ομιλία για μήνες. Σύμφωνα με τους γιατρούς, ο συγγραφέας ήταν ο υπαίτιος του τροχαίου, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα βαρηκοΐας από πολύ νέος. Μάλιστα, λίγα χρόνια αργότερα, το 1890, έχασε οριστικά την ακοή του. 

Εμμανουήλ Ροΐδης

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, συνέγραψε ιστορίες εκδηλώνοντας τη συμπάθειά του περισσότερο για τα ζώα, παρά για τους ανθρώπους. Πράγματι, πολλά από τα γραφήματα του Ροΐδη έχουν ήρωες ζώα, τα οποία συνέκρινε με τον άνθρωπο και τα εμφάνιζε να υπερτερούν απέναντί του.

Στις 7 Ιανουαρίου του 1904 ο Ροΐδης άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα, σε ηλικία 68 ετών, εξαιτίας καρδιακής προσβολής.

Χάρης Περτέσης

Ο Χάρης Περτέσης είναι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος με ελαττώματα και εμμονές. Αγαπάει την ελεύθερη έκφραση και απεχθάνεται τη μισαλλοδοξία κάθε είδους, όπως επίσης το ψέμα και την υποκρισία. Η γραφή αποτελούσε για εκείνον πάντοτε, πέρα από «εργαλείο» για να βγάζει το ψωμί του, και ένα μικρό καταφύγιο, μέσα στο οποίο απελευθέρωνε τις σκέψεις και τη δημιουργικότητά του, κάτι που τον βοηθούσε να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Σε αυτό το μικρό καταφύγιο σπεύδει μέχρι και σήμερα.

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.