Τα σύμβολα και οι συμβολισμοί της μόδας

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (7 Ψήφοι)

Τα σύμβολα και οι συμβολισμοί της μόδας

Ο Κάρλ Γιούνγκ είπε ότι από τη σύγχρονη κοινωνία και, φυσικά, από την αμφίεσή μας, λείπουν τα σύμβολα και οι συμβολισμοί. Είναι αλήθεια ότι πλήθος από  πράγματα  έχουν χάσει τη θεωρητική τους αξία, όπως και τη συμβολική. Ποιος ενδιαφέρεται να ξέρει γιατί υπάρχουν ένα, δύο ή τρία κουμπιά στη μανσέτα ενός σακακιού; Η εάν η μπουτονιέρα είναι ενδεικτική της κοινωνικής του τάξης; Η γιατί τα κολάρα ενός πουκαμίσου έχουν κουμπιά;

Όπως και να’ ναι, υπάρχουν κάποιες ενδυματολογικές τάσεις με περιεχόμενο, που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Αυτή η ουσία τους είναι που τις έκανε να επιβιώσουν και στην εξέλιξη της ανδρικής και  γυναικείας μόδας, προσαρμοσμένες ανάλογα στις εκάστοτε κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Αν πιστέψουμε τη θεωρία που λέει ότι η Μόδα, στην πραγματικότητα, είναι «ένα τρίγωνο που είτε στηρίζεται στη βάση του είτε -ανάποδα- στην κορυφή του, ανταποκρίνεται στη διάθεση του ανθρώπου  για τη ζωή που ζει», τότε μπορούμε εύκολα να βρούμε τους συμβολισμούς.

Όταν η αίσθηση της επάρκειας και της πληρότητας  σε έναν ανθρωποκεντρικό κόσμο εκφράζεται  με έναν άνθρωπο σε σχήμα τριγώνου που «πατάει» στη μια του πλευρά (οι καμπάνες των 60’s, τα χοντρά παπούτσια, τα στενά γιλέκα, τα μεσάτα πουκάμισα ), τότε η ανασφάλεια για έναν κόσμο που αμφιταλαντεύεται εκφράζεται  με την αστάθεια  ενός ανάποδου τριγώνου (οι τεράστιες βάτες των 80’s, τα φαρδιά μπάγκυ παντελόνια  που στένευαν κάτω, τα λεπτά παπούτσια με τις μυτερές άκρες). Στους περισσότερους, ίσως, αυτές οι μεταβολές ισχύουν συμπτωματικά, αλλά στο σύνολό τους όλοι τις ακολουθούν.

Από την εποχή που η κατάργηση ορίων και στεγανών απελευθέρωσε την έκφραση του ατόμου, η μόδα έγινε μια προσωπική υπόθεση του καθένα. Ακόμα και οι ανυποψίαστοι του στυλ μπόρεσαν να το εξαγοράσουν, αφού αυτό προσφέρθηκε σαν εμπόρευμα και όχι σαν συνδυασμός προσωπικής επιλογής. Τα σημερινά μαγαζιά, εξαναγκαστικά σχεδόν, προσφέρουν όλες τις τελευταίες προτάσεις του ντυσίματος των κατοίκων μεγάλων πόλεων, εκμηδενίζοντας τα περιθώρια παράκαμψής τους. Αν, όμως, όλα δείχνουν ότι οι «επόμενοι» θα είναι ρέπλικες, προς το παρόν υπάρχει ακόμα η λίστα των «κλασικών».

Εκείνες οι λεπτομέρειες που, ακόμα και όταν σαφώς εκφράζουν κάτι, δεν εξαντλούνται στην τρέχουσα σημειολογία των καιρών, αλλά έχουν αποτυπωμένη επάνω τους την πορεία των τελευταίων 100 χρόνων, τουλάχιστον. Και, έστω συνειρμικά, όλοι βρίσκουν αναφορές σε μια σειρά ενδυματολογικών τάσεων που -όπως και να το κάνουμε, αποκωδικοποιημένες ή όχι- ονομάζονται  classics.

Γραβάτα

Οι άνδρες και οι γυναίκες που ενδιαφέρονται για  τη μόδα, το ντύσιμο και τη σεξολογία συμφωνούν ότι το μπαστούνι (ξεχασμένο στις μέρες μας), η ομπρέλα και η γραβάτα είναι τα απόλυτα ερωτικά, αρσενικά σύμβολα. (Το γυναικείο αντίστοιχο είναι η τσάντα χειρός). Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που οι ιερωμένοι αποφεύγουν τη γραβάτα στις «πολιτικές» τους  εμφανίσεις, με αξιοθαύμαστη διακριτικότητα απέναντι στα εκκλησιαστικά ήθη. Η συμβολική αξία της γραβάτας είναι προφανής και εμπεριέχει ένα πλήθος συμβόλων εξουσίας.

Εκτός από ιεραρχία, το σχέδιο και τα χρώματά της εξέφραζαν τις καθιερωμένες αξίες του συστήματος της Δυτικής Ευρώπης και περισσότερο της Αγγλίας. Η γραβάτα, για τους παραδοσιακούς, είναι διαφορετική ανάλογα με το επάγγελμα, την ώρα και το είδος της κοινωνικής συναλλαγής για την οποία φοριέται. Ξεχωριστές γραβάτες για σπουδαστές  ιδιωτικών σχολείων (ο κόμπος σφιχτός και  άψογα δεμένος ), για μέλη αθλητικών κλάμπ- ακόμα και ανάλογα διακοσμητικά σύμβολα στην καρφίτσα  ή στο σχέδιό της (άλογα κούρσας, πάπιες που πετάνε κ.λ.π.). 

Στη δεκαετία του ’50, η Ερθα  Κίτ τραγούδησε το «An Englishman Needs Time», στο οποίο τα αισθήματα του φλεγματικού Άγγλου εμποδίζονται από τον κόμπο της  κολλεγιακής του γραβάτας -his old school tie. Επρεπε να εμφανισθούν οι mods, στα 60’s, για να χαλαρώσουν αυτό τον κόμπο και να δείξουν αμέσως ότι κάθε νέος  άντρας της εργατικής τάξης δεν αρνιέται δύο βασικά πράγματα:  τον ανδρισμό και τη διαθεσιμότητά του .

Οι Γάλλοι δεν πήγαν πίσω στην υπόθεση με τα σύμβολα, μα ο Αμερικανός Ralph Lauren  διέπρεψε χάρις στη μεγάλη του αγάπη  για τις παλιές, «καλές» αξίες της Αγγλίας. Το περιεχόμενο των συμβολισμών  του ήταν παράδοση και class, ακόμα και αν δεν έχει δει ποτέ του έναν αγώνα πόλο. Με αυτόν, το αντρικό ντύσιμο  υιοθέτησε ξανά τη γραβάτα και το νεοκλασικό στυλ. Και, όμως, αυτές οι «κλασικές» του γραβάτες, από κοντά δεν είναι καθόλου έτσι: μικρά σχέδια που εικονίζουν Αγιοβασίληδες, αστεία σλόγκαν, κορίτσια   που βγαίνουν από μπανάνες. Ο Μοσκίνο προχώρησε λίγο μακρύτερα. Τις διακόσμησε με κλειδιά, αγελάδες και δολάρια.

Ένας δραστήριος εργάτης σπάνια φοράει γραβάτα. Μπορεί να είναι επικίνδυνο. Οι στρατιωτικοί, το καλοκαίρι, φοράνε το πουκάμισό τους σκέτο -έτσι κι αλλιώς- η «διακόσμηση» της στολής είναι αρκετά σαφής ώστε, χωρίς να εμποδίζεται (δεν πρέπει) η λειτουργικότητα, να φαίνεται κατάλληλα η ιεραρχία. Οι αστυνομικοί οφείλουν την αυθεντία τους στη στολή όπου η γραβάτα έχει περίοπτη θέση και, μάλιστα, με «κόμπο  ασφαλείας». Παλιότερα, ήταν πολύ εύκολο για έναν που είχε συλληφθεί, να εξουδετερώσει τον φύλακά του απλά σφίγγοντας τον κόμπο της γραβάτας του. Αυτός ο κίνδυνος ήταν και η αιτία που στολές διαφορετικών ειδών υιοθέτησαν το  φουλάρι.

Σήμερα, κανένας δεν περιμένει τη γραβάτα να επισημάνει την κοινωνική του θέση. Η έκφραση του χαρακτήρα και της διάθεσης γίνεται μέσα από το προσωπικό χιούμορ στο styling και από γραβάτες κιτς, χέβυ μέταλ, ανάποδες ή τσαλακωμένες, χάρτινες ή φλούο. Γραβάτες σαν ανέκδοτα.

Πουκάμισο

Στοιχείο του ντυσίματος, που όχι μόνο θεωρείται αξεπέραστο αλλά και ένας (ανεπανάληπτος) συνδυασμός ιστορίας, μόδας και πρακτικής. Η ανάλυση των διαφορετικών εκφράσεων του πουκαμίσου δεν είναι βέβαια μια επιστήμη, αλλά μερικές περιπτώσεις  μας δείχνουν κάποιες ενδιαφέρουσες αντιθέσεις. Τα επονομαζόμενα  κλασικά πουκάμισα έχουν συνήθως μοντέρνες λεπτομέρειες, όπως π.χ.  μία ή δύο τσέπες στο στήθος. Κάτι που δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του ένας απαιτητικός του κλασικού στυλ πουκαμίσου. Η τσέπη είναι μία μοντέρνα προσθήκη που εμφανίστηκε μετά από την κατάργηση  του γιλέκου ως απαραίτητου κομματιού του κοστουμιού. Ταυτόχρονα, εμφανίσθηκαν λειτουργικές τσέπες και προσθήκες στα στρατιωτικά πουκάμισα ή χιτώνια, που γρήγορα μεταφέρθηκαν στα «πολιτικά».

Σήμερα, που οι μπίζνεσμεν κάνουν τις επαγγελματικές τους διαπραγματεύσεις σε φιλική, θερμή ατμόσφαιρα, το σακάκι βγαίνει για να εμφανιστούν «τσέπες της δουλειάς» ( κάπου πρέπει να μπαίνουν και τα στυλό). Τα κουμπιά στο κολάρο του πουκαμίσου ήταν εύρημα που, αρχικά, φορέθηκε στο τεραίν του πόλο. Οι παίκτες, μέλη της υψηλής αριστοκρατίας, είχαν ανάγκη από αυστηρά πουκάμισα αλλά  έπρεπε να βρουν τρόπο ώστε να μην ανασηκώνει ο άνεμος τους γιακάδες τους. Τα κουμπιά στο κολάρο υιοθέτησαν οι  Αμερικάνοι (που συγκινούνται από κάθε έξυπνη, πρακτική λύση ) -φορέθηκαν κυρίως από  επιχειρηματίες. Κατά προτίμηση στα λευκά τους πουκάμισα -ανέκαθεν χρωματικό σύμβολο  αξιοπρεπούς ατόμου και τίμιου επαγγελματία. Συνειρμός που, λίγο αργότερα, υπογραμμίσθηκε από τις ρίγες.

Κάθετες ρίγες, σαν να αναφέρονται στην τάξη και την οργάνωση, όπως τα βιβλία στις βιβλιοθήκες ή οι στήλες των λογιστικών βιβλίων. Η ρίγα, μικρή ή μεγάλη, είναι το βασικό χαρακτηριστικό στα λευκά πουκάμισα των νεαρών γιάπις στα διεθνή χρηματιστήρια, παρόλο που το λευκό σηματοδοτεί ακόμα την εμπιστοσύνη. Αντίθετα με τις κάθετες, οι οριζόντιες ρίγες μοιάζουν να αφυπνίζουν  διαφορετικές εικόνες. Παραπομπές έντονης δραστηριότητας, δύναμης, ταχύτητας του άσπρου-μπλέ ορίζοντα στις μαρινιέρες των ναυτικών ή τους παίκτες του ράγκμπυ.

Συνδυασμοί των δύο -καρό φανελένια πουκάμισα με δυναμικά χρώματα- δεν υπήρξαν   χαρακτηριστικοί μόνο των κάου-μπόυς και των Καναδών υλοτόμων. Στη δεκαετία του ’70, η gay κουλτούρα ενσωμάτωσε στη «στολή» των ομοφυλόφιλων (που ήθελαν να τονίσουν ότι η αρρενωπότητα δεν είναι μόνο προνόμιο των straight) το καρό πουκάμισο και, μάλιστα, με ανασηκωμένα τα μανίκια  για να μην πάνε χαμένες οι τόσες ώρες στο γυμναστήριο.

Οι υπόλοιπες παραλλαγές ήταν θέμα χρόνου, διαφήμισης και κοινωνικών τάσεων. Και, άσχετα με την ημερομηνία εμφάνισής τους, επέζησαν σαν μόδες σε επιμέρους -μεγάλες, πάντως- ομάδες. Ο Ελβις Πρίσλεϋ , μέσω του κινηματογράφου και των περιοδικών, διαιώνισε τη διάθεση φυγής σε εξωτικές παραλίες με τα χαβανέζικα, XL, πουκάμισά του. Το Σχέδιο Μάρσαλ, βοηθώντας τις χώρες της Ευρώπης να ορθοποδήσουν, βοήθησε και τα μιλιταίρ  πουκάμισα  να περάσουν στην καθημερινότητα. Οι ρομαντικοί μετα-χίπις των ‘70s και οι νεορομαντικοί blitz kids  των ‘80s , γοητευμένοι από ποιητές σαν τον Μπάϋρον και τον Σέλεϋ, φόρεσαν  flower power πουκάμισα  με τεράστιους γιακάδες, ανοιχτούς στο στήθος, για να εκτίθενται κατάλληλα τα ίδιου ύφους κοσμήματα. Ακόμα και τώρα που  επανεμφανίστηκαν αυτά τα πουκάμισα, το χρώμα που φαίνεται να τους ταιριάζει είναι αυτό της αξιοπρέπειας: το λευκό.

Καπέλα

Ακόμα και αν θέλουμε να τα αγνοήσουμε, από τότε, στις αρχές του αιώνα, που οι Δημοκρατικοί πετούσαν τα καπέλα τους στον αέρα γιορτάζοντας τη νίκη τους (και αυτά έπαιρναν την ονομασία «ρεπούμπλικα», από την republica -Δημοκρατία στα ιταλικά), η μόδα φορτωνόταν με άλλο ένα στοιχείο, δύσκολο να αγνοηθεί. Αυτά τα καπέλα που βλέπουμε να φοράει όλος ο γυναικείος πληθυσμός της βρετανικής βασιλικής αυλής και που τόσο μας διασκεδάζουν, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έχουν ρίζες σε ψυχαναλυτικές ερμηνείες. Από τότε που ο άνθρωπος άρχισε να φοβάται οτιδήποτε έπεφτε από τον ουρανό- και δεν ήταν μόνο βροχή ή καυτές ακτίνες του ήλιου- άρχισε και να προστατεύει το κεφάλι του. Αργότερα, το καπέλο, σε άνδρες και γυναίκες, σήμαινε ότι απλώς ήθελε να προστατέψει το κύρος του. Για να φτάσουμε στα 80’ς, που η κουκούλα -σε τζάκετ, μπουφάν, πάρκας, φούτερ, ακόμα και σε Τ-shirts- θεωρείται η αρχή μιας νέας ενδυματολογικής αλλαγής. Η προφύλαξη από την όξινη βροχή  προμηνύει μία ολόκληρη νέα -στολή- οχύρωσης από τις επιπτώσεις της οικολογικής καταστροφής.

Έτσι κι αλλιώς, πολύ καλύτερη ιδέα από την εθελοτυφλία και την υποκρισία του καπέλου-αξεσουάρ εξουσίας, έτσι άκαμπτου, σκληρού και δυσάρεστου όπως ήταν παλιά. Αν όμως η ρεπούμπλικα υπήρξε σύμβολο της αστικής τάξης και η τραγιάσκα του προλεταριάτου, ήρθε η δεκαετία του ’40 για να καταργήσει αυτού του είδους τα σύμβολα της soviet art.  Η πολεμική και η μετά-περίοδος υιοθέτησε πρακτικά, αυστηρά καπέλα στρατιωτικού ύφους, μαντήλες για τις γυναίκες και νέα, κοντά κουρέματα. Η Ευρώπη είχε ανάγκη να δουλέψει και να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Η φθίνουσα πορεία του καπέλου συνεχίστηκε και στις δύο επόμενες δεκαετίες ‘50s και ‘60s. Οι κάτοικοι των  μητροπόλεων αποκαλύφθηκαν διστακτικά, περιμένοντας αυτή τη φορά από τον ουρανό, την ελπίδα από εξωγήινα διαστημόπλοια. Και αργότερα, για να απολαύσουν τη φύση, τον αέρα και τον ήλιο, ακολουθώντας τα μηνύματα των παιδιών των λουλουδιών. Έτσι, κανένας δεν φάνηκε να προσπαθεί  να συνδυάσει το μίνι της  Mary Quant με καπέλο, εκτός ίσως από κάποιο πλαστικό, λουστρινένιο μπερέ της op-art. Η εξέλιξη του οποίου οδήγησε στο  glam-trash των ‘70s. Τότε που κανένας δεν έμοιαζε να ανησυχεί (ή να έχει τα προσόντα για να το κάνει) και τα «καλύμματα  του κεφαλιού» έγιναν αντικείμενα για κιτς παιχνίδια και επανακαλύφθηκαν σαν στοιχεία της νυχτερινής ζωής. Τα υλικά της μόδας εμφανίστηκαν σε overdose  -τζην, πούλιες, κουμπιά, κονκάρδες- για να κάνουν τα καπέλα να μοιάζουν με εκείνα του Elton John. Και, φυσικά, να δώσουν μερικές καλές ιδέες στο Boy George της επόμενης δεκαετίας. Ταυτόχρονα, η περούκα απέκτησε τη δημοτικότητα και την ευκολία του καπέλου, όχι μόνο γιατί έπεσαν μερικά ταμπού παραπάνω, αλλά και γιατί άρχισαν να γίνονται αισθητές οι ταχύτητες της νέας εποχής. Άλλωστε, οι ανούσιοι, καθημερινοί τύποι της πρωινής ζωής έπρεπε, για το βράδυ, να μεταμορφωθούν σε ανούσιες, καθημερινές θεότητες των ντισκοτέκ. Με υπέροχα, λαμπερά, πλαστικά μαλλιά -τουλάχιστον.

Στα ‘80s και ‘90s, οι περούκες και τα καπέλα έγιναν βασικό στοιχείο του  clubwear. Αφού απομακρύνθηκαν από οποιαδήποτε πρακτική τους χρησιμότητα στην καθημερινή ζωή, έμειναν αποκλειστικά σαν σύμβολα- γι’ αυτό και έγιναν mania. Η ομαδοποίηση, η ισχύς των σημάτων και η κωδικοποίηση βοήθησαν τα καπέλα του baseball και τις περούκες (όσο πιο ψεύτικη τόσο  καλύτερη) να περάσουν  από τους ράπερς και τα νέα go-go girls στο μεγαλύτερο κοινό των θυμάτων της μόδας. Και αυτό, ακόμα και αν δεν προστατεύει από την όξινη βροχή, είναι τουλάχιστον διασκεδαστικό.

Τζην

«Τι είναι πιο σέξυ από τα καλοσχηματισμένα οπίσθια  του Μάρλον Μπράντο ή τα λαγόνια του Πρίσλεϊ». Αυτό ήταν το καυτό  δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι  τηνέιτζερς των ‘50s. Οι ιστορικοί της pop-κουλτούρας μπορούν να διαφωνούν για το ποιος ήταν πιο επαναστάτης, αλλά όλοι συμφωνούν ότι και οι δύο ήταν πρότυπα ανδρισμού όταν φορούσαν τζην.

Το denim κάποτε σήμαινε κίνδυνο και το σλόγκαν του ήταν «Ζω έντονα μία στο τόσο. Αλλά με τους δικούς μου κανόνες». Υπενθύμιζε τη σύντομη αλλά αιματηρή ιστορία της Αμερικής, τη «στολή» που φορούσαν οι αγελαδάρηδες στις χωρίς νόμους μέρες της Αγριας Δύσης. Τα μπλε τζην δεν ήταν έξυπνα ρούχα, τα παιδιά που τα φορούσαν ήταν χαμίνια, και οι εργάτες  όταν έκαναν χειρωνακτικές δουλειές.

Όταν οι χίπις και τα παιδιά των λουλουδιών υιοθέτησαν το  denim, τα τζηνς   πήραν «διανοητικές»  προεκτάσεις. Ο επιθετικός ατομισμός έδωσε τη θέση του στον ομαδικό ιδεαλισμό. Οι καθαρές γραμμές του εργατικού εκείνου ρούχου μεταμορφώθηκαν σε καμπάνες. Τα τζήν εμπλουτίστηκαν με τρέσες, σλόγκαν και σχέδια, συμβολίζοντας μια κουλτούρα που έχει πολλές δυνατότητες.

Το ’70 το denim επανήλθε σε απλά χρώματα και οι μεγάλοι σε ηλικία άντρες (που ξέρουν καλύτερα)  φόρεσαν πρώτοι τζην πουκάμισα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν και τζην κοστούμια σε χρώματα όπως ροζ και καφέ, συνδυασμένα με λευκά δίσολα παπούτσια. Ο Fiorucci ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που αντιλήφθηκε τη σημασία του «παντελονιού με τις 5 τσέπες» . Και αντέγραψε το  Levi’s 501, σχεδόν κουμπότρυπα-κουμπότρυπα. Τα τζηνς του ήταν «κάου-μπόυ τζηνς», φτιαγμένα για αδύνατες, σέξι νεαρές γυναίκες. Ένας άντρας που υπηρέτησε τον φεμινισμό πολύ περισσότερο από τις έξαλλες Αμερικανίδες που έκαιγαν τα σουτιέν τους. Ακόμα περισσότερο, όμως, υπηρέτησε την τσέπη του.

Μετά απ’ αυτόν, διάσημοι σχεδιαστές, όπως ο Κάλβιν Κλάιν και ο Υβ Σαιν Λωράν, αποστείρωσαν το denim, δημιουργώντας εκλεπτυσμένα τζηνς. Συνειδητοποιώντας ότι, με φτηνό υλικά και τη φίρμα τους κολλημένη στο πίσω μέρος του παντελονιού, μπορούσαν να πουλήσουν το τζην σαν σικ ρούχο. Η αυξανόμενη ζήτηση για τζηνς από ντηζάινερς πλέον έδειχνε αναπόφευκτη. Οι Μεγάλοι Τρείς- Levi’s/Lee/Wrangler- αγνοήθηκαν μπροστά στη δίψα για φίρμες. Όλα τα υπογεγραμμένα τζηνς μοιράστηκαν ένα κοινό μέλλον. Κανένας δεν ήταν «κάποιος» αν δεν είχε ένα όνομα σχεδιαστή στην πέμπτη τσέπη του.

Η αρχή των ‘80s έφερε τον κορεσμό, αλλά τα τζήνς των διασημοτήτων  έκαναν την εμφάνισή τους. Η Τζόαν Κόλλινς, φορώντας Jordache  θεόστενα τζήνς, έστελνε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα σφρίγους στις  γιαγιάδες όλου του κόσμου. Η Μπρούκ Σήλντς, με κομμένη την ανάσα , δήλωνε ότι «ανάμεσα  στο τζην μου και το σώμα μου δεν υπάρχει τίποτα». Η Ντόνα Ράις, που έβγαλε νοκ-άουτ τον Δημοκρατικό υποψήφιο Γκάρυ Χάρτ φορούσε  No Regrets τζήνς και η 16χρονη Μάντυ Σμίθ διαφήμιζε τα Lee, που είχαν την ηλικία του συζύγου της Μπιλ Γουάιμαν των  Rolling Stones.

Αν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η δεύτερη γενιά σχεδιαστών (Αρμάνι, Βαλεντίνο, Μοσκίνο), που λάνσαρε ντηζάιν τζήνς, έκανε έφοδο στην αγορά, η Levi’s πήρε τη ρεβάνς επιτέλους. «Το 501 με τις 5 τσέπες δεν είναι μόνο κλασικό, αλλά θα μπορούσε να είναι και το μοναδικό παντελόνι σε μια γκαρνταρόμπα», υπενθύμισε η πιο σοφιστικέ στην ιστορία της διαφήμισης καμπάνια της Levi’s. Όσο για την επαναστατικότητα του παντελονιού, ποιος ενδιαφέρεται πια; «Αφήστε μου το  501 και  αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα». Η δώστε μου ένα λευκό 501 για να αυτοσυγκεντρώνομαι, τώρα που η εποχή ονομάζεται New Age.

Aθλητικά παπούτσια

Οι γυναίκες που δήλωναν αυτάρεσκα στα γκάλοπ των ‘80s ότι «το πρώτο πράγμα που κοιτάζουν σ’ έναν άντρα είναι τα παπούτσια του», είχαν τους λόγους τους να το λένε αυτό. Από τη στιγμή που η κοινωνική θέση των αντρών άρχισε να εξαρτάται από τα αξεσουάρ του ντυσίματός  τους, τα παπούτσια δεν ήταν μόνο σύμβολα στάτους, αλλά και εκείνη η βασική λεπτομέρεια που τους έκανε ερωτικούς ή όχι. Ακόμα κι αν δεν θέλουμε να παραδεχθούμε τον συσχετισμό «μεγεθών», πάντα ένα ζευγάρι δυνατών ποδιών μέσα σε «στιβαρά» υποδήματα παρέπεμπε σε δυναμικά, κυριαρχικά αρσενικά. Γι’ αυτό και δεν νοείται ένας καουμπόυ χωρίς τις μπότες του. Η ένας biker.  Η ένας στρατιωτικός. Η ένας ράπερ χωρίς τα ογκώδη του trainers.

Βέβαια, όσες γυναίκες φόρεσαν τους πολύχρωμους κοθόρνους στα ‘70s , δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ήθελαν να είναι και αρρενωπές. Ο «νόμος του τριγώνου», όπως ακριβώς με τις βάτες και τις καμπάνες στα παντελόνια, ίσχυσε και στις διαστάσεις των παπουτσιών. Αν η οικονομική κρίση της Αμερικής, στη δεκαετία του ’40, έκανε τα παπούτσια, αντρικά και γυναικεία, να «απογειωθούν» για να ξεφύγουν από μια  σκληρή εποχή, στα ‘70s πάτησαν γερά στο έδαφος -αναζητώντας στήριγμα σε μια δεκαετία απύθμενης κενότητας. Τα ‘40s καθιέρωσαν τα τακούνια-στιλέτο για τις γυναίκες, λουστρινένια και ονειρικά, ενώ οι άντρες φόρεσαν κομψά, σκληρά σκαρπίνια με δίχρωμα, δαντελωτά διακοσμητικά, τρυπίτσες, σχέδια στις ραφές και κορδόνια. Η συντηρητική δεκαετία του ’50 και τα σανδάλια της δεκαετίας του ’60 (επιστροφή στη φύση, σχεδόν άμεση επαφή του ποδιού με το χώμα) έδωσαν τη θέση τους σε κιτς «τετράγωνα»  κατασκευάσματα με μπομπέ μύτες και μεγάλο ύψος («θέλω να πατάω γερά στα πόδια μου και θέλω να φύγω  από ‘δω). Η ίδια σχεδόν αισθητική επέστρεψε στα τέλη των ‘80s, με τα άρβυλα και τα Dr Martin’s, αλλά με περισσότερο χιούμορ και ειρωνεία («είμαι εδώ και θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ γι’ αυτό»).

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ‘80s, όμως, ήταν ότι σήμαναν την αρχή της ένδυσης και εξοπλισμού του Νέου Ανθρώπου της τεχνολογικής εποχής. Και ξεκίνησε από τα παπούτσια. Πέρα από συμβολισμούς και συνειρμούς, υπήρξε η ανάγκη μιας νέας ώθησης -αυτή που έδωσαν τα αθλητικά παπούτσια και, κυρίως, όταν φορέθηκαν όχι στα γυμναστήρια και τους αγωνιστικούς χώρους, αλλά στο δρόμο και στα κλαμπ. Τα αθλητικά παπούτσια, εδώ και καιρό, έχουν γίνει τα «ιερά δισκοπότηρα» του nightlife. Οι ravers αντιμετωπίζουν με αυξημένο φανατισμό εκείνα τα παπούτσια των αρχών των ‘80s που μόλις άρχιζαν να ξεπερνάνε τον αυστηρό «γυμναστικό» τους χαρακτήρα. Τα Puma, Αdidas, Diadora, Nike κ.ά. (που δεν θυμίζουν καθόλου τα σημερινά αεροδυναμικά μοντέλα και πρωτοφορέθηκαν από τα B-boys  των συνοικιακών σχολείων και συμμοριών) είναι τα νέα φετίχ. Στρατιές πιτσιρικάδων περνάνε ώρες ολόκληρες σε φτηνά μαγαζιά αθλητικών ειδών, προσπαθώντας να ανακαλύψουν, στις αποθήκες, τα «πρωτόγονα» εκείνα παπούτσια, προάγγελους των τωρινών σούπερ-εξοπλισμένων μοντέλων. Αν, όμως, τα νέα υλικά, οι ευρεσιτεχνίες και τα ατού έχουν κάνει αυτά τα καινούρια μοντέλα περιζήτητα, ακόμα πιο cult γίνανε από τους ράπερς που τα ανακήρυξαν σε λογότυπο της νέο-αστικής μαύρης κουλτούρας. Στην Αμερική, οι τιμές τους έχουν φτάσει στα ύψη, οι έφηβοι τα κυνηγάνε (μερικοί βρίσκουνε τα χρήματα από εμπόριο ναρκωτικών), οι μαγαζάτορες έχουν τρομοκρατηθεί από τις συμμορίες που τους αδειάζουν τα ράφια και ο ανταγωνισμός των εταιρειών έχει φτάσει σε παροξυσμό. Ένας πόλεμος που διεξάγεται μέσα από τις διαφημίσεις και, προς το παρόν, έχει αναδείξει νικήτρια στα σημεία τη  Nike. Αυτό σημαίνει πλασάρισμα νέου μοντέλου κάθε δύο μήνες, αν και το  Air Jordan θεωρείται αξεπέραστο.

Μπορεί τα sneakers να είναι η μεγαλύτερη μόδα στην ιστορία του παπουτσιού, αλλά τα wallabes θεωρούνται ο μεγαλύτερος σταθμός της. Αυτά τα κίκερς, που λανσάρισε ένας ευρηματικός  Ιταλός, είναι ο  λόγος που ορδές από new agers, γοητευμένοι από τα δεκάδες παλ χρώματά  τους και τα χαριτωμένα τους κορδόνια, συνωστίζονται για να τα αποκτήσουν. Κανείς, ακόμα, δεν έχει καταλάβει αν ΚΑΙ αυτά συντελούν στην ψυχική ηρεμία, αλλά σίγουρα τα να πατάς γερά με παπούτσια που εφαρμόζουν τέλεια είναι ένας καλός λόγος για να νιώθεις ευχάριστα. Και τα κορδόνια δεν είναι απαραίτητα δεμένα.

Καμπάνες

Οι καμπάνες επέστρεψαν; Η φρικτή απάντηση είναι, ναι. Αν οι σημερινοί 30+ σκέπτονται ότι είναι η τελευταία λέξη της κακογουστιάς, οι 15άρηδες μας πληροφορούν ότι είναι μόδα, συρμός, ένα καυτό κομμάτι.

Οι καμπάνες, ή bell bottoms, ήταν η αναπόφευκτη εξέλιξη μετά τα παντελόνια-σωλήνες. Κάτι παρόμοιο με τα «φτερά» των αμερικάνικων αυτοκινήτων στα ‘50s –των  Ford Fairlane- που άρχισαν σαν μικροί προφυλακτήρες, για να μεγεθυνθούν υπερβολικά κι αμέσως να εξαφανιστούν. Έτσι και οι καμπάνες, από τα διακριτικό τους ξεκίνημα, έφτασαν στα τεράστια μεγέθη, για να γυρίσουμε ύστερα στα κανονικά παντελόνια. Η καινούρια επιστροφή τους αρχίζει, από πλευράς σχεδιαστών, σεμνά. Πάντως, διακριτικές ή όχι, άρχισαν να ξανακατεβαίνουν στους  δρόμους σαν αντίδραση στη συμμετρία της περασμένης δεκαετίας. Εναντίον του επιβεβλημένου «καλού γούστου» και της δικτατορίας του στυλ. Ποτέ πριν το στυλ δεν ήταν κάτι τόσο εύκολο να αγοραστεί από ανθρώπους που δεν το είχαν. Η νοσταλγία για τα ‘70s και οι ρίζες του New Age σ’ αυτή τη δεκαετία επαναφέρουν τις καμπάνες σαν μια ένδειξη ότι ναι μεν οι πιτσιρικάδες αποτίουν φόρο τιμής στη χίπικη κουλτούρα, αλλά ταυτόχρονα την ειρωνεύονται. Και αυτό είναι το ευχάριστο. Ακόμα πιο ευχάριστο, όμως, είναι ότι μετά από αυτή την επέλαση κακογουστιάς, ο καθένας θα υιοθετήσει ένα προσωπικό ύφος που δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το μαζικοποιημένο λούκ του ’80.

Λευκό-μαύρο

Η δεκαετία που έφυγε είχε σαν σλόγκαν της την απληστία του Γκόρντον Γκέκο και χρώμα της την αποκλειστική έλλειψη χρώματος, το Μαύρο που την έντυνε. Το μαύρο χρώμα, σε παροξυσμό, κάλυψε τα πάντα. Από τα ντηζάιν διακοσμητικά (στη ματ εκδοχή του) μέχρι τις ομάδες των θυμάτων της μόδας που αναγνωρίζονταν μεταξύ τους σαν αιρετική θρησκευτική οργάνωση-από το χρώμα των ρούχων τους. Αυτό υπήρξε το χρώμα μιας μίνιμαλ εποχής που είχε την ομοιομορφία για κλειδί της  και τα μαύρο ρούχο για να ισοπεδώσει τάξεις, ηλικίες, φύλα. Ακόμα και το ταμπού των παλ χρωμάτων , στις νηπιακές γκαρνταρόμπες, έσπασε από σκοτεινά ντηζάιν μωρουδιακά που δεν είχαν απολύτως κανένα συμβολισμό. Αυτό υπήρξε, στη γενικότερη black-mania, σοφιστικέ ένδειξη εξουσίας, υπενθύμιση της ασυγκράτητης φιλοδοξίας για άνοδο στην κορυφή. Και η απόλυτη χρωματική έκφραση της ανασφάλειας μιας  δύσκολης εποχής.

Η επάνοδος του λευκού ήρθε να παίξει το μοναδικό ρόλο εξισορρόπησης, όπως το χρώμα που έδωσε στο πιάνο τα μισά του πλήκτρα. Πρόκειται για απάντηση στο ολοκληρωτικό λούκ των ‘80s. Η συγγνώμη της μόδας για την, επί μια δεκαετία, κατανάλωση του μαύρου που αγνοούσε μια γκάμα αναγκαίων συναισθημάτων που ήθελαν  φως για να εξωτερικευθούν. Η όλα τα χρώματα μαζί -που βρίσκονται συμπυκνωμένα στο λευκό. Οι νέοι συμβολισμοί είναι η αγνότητα (μέσα από την εμπειρία), η υγιής διανοητική κατάσταση. Ένας «καθαρός» οργανισμός που συμμετέχει στην προσπάθεια για ένα καλύτερο κόσμο. Χωρίς ψευδαισθήσεις και βοηθήματα -ίσως μερικές βιταμίνες παραπάνω. Το «φιλοσοφικό λευκό» είναι η απαραίτητη ενδοσκόπηση μετά την αδιέξοδη περιπέτεια του χρήματος. Και, μάλιστα, συνδυασμένο με κρυστάλλους, ψεύτικους ήλιους, και υποσχέσεις ατέλειωτης νηφαλιότητας. Μόνο που είμαστε ακόμη στην αρχή της δεκαετίας  και το λευκό είναι πολύ ευαίσθητο χρώμα για να παραμείνει ατόφιο. Και αν οι new agers θέλουν να βλέπουν αυτή την πλευρά των πραγμάτων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι λευκό φοράνε  και οι  νοσοκόμοι,  λευκά και τα κελιά στις νευρολογικές κλινικές, και τα ράσα της Ku Klux Klan.

Συνθετικά

Η επανάσταση στην ένδυση άρχισε απ’ τα γυναικεία  πόδια στις αρχές του ’50 με τις νάυλον κάλτσες. Η παραγωγή έσπευσε να καλύψει τη γυναικεία ματαιοδοξία για γοητευτικές γάμπες, αλλά κυρίως έκανε μόδα τη μεταπολεμική ανάγκη για φθηνότερα υλικά, αφού οι  νάυλον κάλτσες στοιχίζουν  πολύ λιγότερο απ’ τις μεταξωτές. Τώρα, με κορεσμένη  την επιθυμία για μόδα απ’ τους καταναλωτές (τα θύματα της μόδας θα ποζάρουν σε μουσεία), η μόνη επανάσταση που θα γίνει θα αφορά στο επίπεδο των βιομηχανικών πρώτων υλών. Και ιδιαίτερα στην εφεύρεση καινούργιων. Απ’ τη μια πλευρά  έρχεται πάλι η βιομηχανία του ρούχου να εξάψει την κατανάλωση, δημιουργώντας νέες ανάγκες αισθητικής, κι απ’ την άλλη, οι φυσικές πρώτες ύλες εξαντλούνται. Κι όσο γι’ αυτές που υπάρχουν, οι οικολόγοι φωνάζουν για την προστασία τους. Αν η διαφήμιση της γούνας Blackgama υποστήριζε ότι «καμία γκαρνταρόμπα δεν είναι πλήρης χωρίς αυτήν» , τώρα είναι ύβρις να υπερηφανεύεσαι για το στάτους σου, φορώντας οποιαδήποτε φυσική γούνα. Τη θέση τους πήραν συνθετικές γούνες σε πολύ έντονα χρώματα, υπογεγραμμένες  από διάσημους σχεδιαστές και κατάφεραν να πιάσουν μεγάλο κομμάτι της αγοράς.

Κι αν τα φουτουριστικά ρούχα των ταινιών επιστημονικής φαντασίας φαίνονται να καθυστερούν να γίνουν μόδα, ο Ιταλός Μάσιμο  Οστι  κατάφερε να «είναι» τα ρούχα της επόμενης σαιζόν. Ο σχεδιαστής Οστι παράλληλα δημιουργός καινούργιων υλών, αγοράζοντας μια γιαπωνέζική εφεύρεση κατόρθωσε να την προσαρμόσει στα ρούχα που σχεδιάζει. Το Ice jacket αλλάζει από κίτρινο χρώμα  σε πράσινο, όταν αυτός  που το φοράει βγαίνει έξω απ’  το σπίτι του. Οσο για την τελευταία του συλλογή  Stone Island, αλλάζει χρώματα ανάλογα με την ανθρώπινη θερμοκρασία.

Παρ’ όλο που τα συνθετικά ρούχα πρόκειται να κατακλύσουν την αγορά, αυτά που, προς το παρόν, δεν δείχνουν ότι θα χάσουν το κύρος τους είναι τα φθαρμένα leather τζάκετ. Όσο δυνατό και να είναι το οικολογικό κίνημα στους νέους, εξίσου ισχυρή είναι και η μυθολογία που συνοδεύει τα δερμάτινα  τζάκετ. Η πιο πρόσφατη εικόνα των ‘90s είναι η σουρεαλιστική σκηνή όπου νέοι με  leather φωνάζουν σε οικολογική διαδήλωση για τη διάσωση της φώκιας.

Εσώρουχα

Ένας από τους λόγους που το «Λεωφορείον ο Πόθος» έγινε διάσημο είναι και η φανέλα που φορούσε ο Μάρλον Μπράντο (χωρίς το πουκάμισο). Αλλά, αυτό το φανελάκι, που αργότερα θα εξελισσόταν σε αυτοκρατορία του T-shirt, δημοφιλές έγινε περισσότερο χάρη στις ταινίες του Τζέημς Ντην και τους χορευτές του «Γουέστ Σάιντ Στόρυ». Η ραγδαία εξέλιξη των ηθών στην κουλτούρα των νέων, από το ’50 και μετά, έκανε αυτό το βασικό αξεσουάρ των αντρικών εσωρούχων να γνωρίσει χιλιάδες παραλλαγές και να γίνει ο κυριότερος φορέας κάθε καινούργιου σλόγκαν. Τι άλλο θα μπορούσαν να σκεφτούν, από ένα φτηνό, άνετο, σέξυ και εύκολο να καθιερωθεί μπλουζάκι , που μπορεί να διαφημίσει το πνεύμα κάθε νέας εποχής με τον πιο έμφανή τρόπο; Το T-shirt, με στάμπα, μήνυμα ή χωρίς, έγινε η αιτία να επανεκτιμηθεί και ό,τι φοριέται αλλά δεν φαίνεται: το εσώρουχο.

Ο  Calvin Klein, με φωτογράφο τον  Bruce Weber, αξιοποίησε το παραμελημένο αντρικό σλιπ των ‘60s, λανσάροντάς το ξανά σ’ ένα Μοντέρνο Άδωνι, μπροστά σ’ ένα λευκό τοίχο της Σαντορίνης με φόντο τον γαλάζιο ουρανό. Ο κομψός Πρίγκηψ δεν ήρθε με άσπρο άλογο, αλλά με άσπρο σλιπ. Η αντίδραση των γυναικών, που για χρόνια αγόραζαν τα εσώρουχα των συζύγων τους, ήταν ότι, χαρίζοντας το υπογεγραμμένο σλιπ, θα προσέφεραν δώρο στον άντρα τους και τις ιδιότητες του μοντέλου. Όσο για τούς άντρες, τα αισθήματα επιβεβαίωσης τονώθηκαν και σκέφθηκαν  ότι η επιτυχία αρχίζει από ένα εσώρουχο με τη φίρμα τυπωμένη στο λάστιχο της μέσης. Το σύνθημα που έδωσαν ο Klein και ο Weber γνώρισε αναπόφευκτα απομιμήσεις και αναπαράχθηκε μέχρι κορεσμού.

Μέχρι πού ήρθε το μπόξερ για να χαρίσει κάτι παραπάνω από 15 λεπτά διασημότητας στον Nick Kamen που το φόρεσε στη διαφήμιση του 501 της  Levi’s. Το παντελόνι, αρκετά «έγκυρο» από μόνο του, άφησε το παιχνίδι να συμβεί ανάμεσα σ’ αυτόν και το σορτσάκι του. Πού εμφανίστηκε ακριβώς την εποχή που άρχιζαν να φαρδαίνουν τα τζην και να εκτιμάται ξανά η άνεση. Συμπτωματικά, έγινε και το ακριβώς κατάλληλο εσώρουχο για να φέρει το τσεπάκι-θήκη του προφυλακτικού. Χιούμορ που, άλλωστε, υπάρχει ακόμα και στην ειρωνεία του μπόξερ, απέναντι  στα παλιά εσώρουχα των μπαμπάδων.

Ταυτόχρονα, επανεμφανίσθηκε το βαμβακερό σλιπ και η νέα άποψη του Νίκου, που λανσάρισε τα κολακευτικά bodies  αλά «Θάνατος στη Βενετία», θεωρώντας τους νέους άντρες ρομαντικούς και είδος κλασικό. Σήμερα, είναι ένα σύμβολο υπερφορτισμένο με αρρενωπότητα και ερωτισμό.

Τα γυναικεία εσώρουχα, χωρίς τις διαφημίσεις, θα είχαν εξαφανιστεί. Η τραγική, για τη βιομηχανία, στιγμή ήταν όταν  η δεσποινίς Κοκό σανέλ κατέβασε τη μόδα στο δρόμο και αποφάσισε δικτατορικά «Στολές για τη γυναίκα» -«Όλες στα μαύρα»- και το τελειωτικό χτύπημα «Όλες με παντελόνια, όπως οι άντρες». Τα  γυναικεία εσώρουχα έχασαν τη λάμψη τους και τη θέση τους, εξαιτίας της καριέρας. Ακόμα και το σουτιέν, κάποια στιγμή, συμμετέχοντας στην αφαίρεση του φεμινισμού, θεωρήθηκε μη απαραίτητο.

Στη διαφήμιση, βέβαια, δεν βλέπουμε τη  γυναίκα αλλά το φάντασμά της που απευθύνεται σε όλους. Όσο για την απεικόνισή της στις οθόνες, τις αφίσες ή τα περιοδικά, οι κανόνες  που ισχύουν είναι τόσο αυστηροί όσο και ο κώδικας Χέηζ  που λογόκρινε τις χολιγουντιανές παραγωγές στη δεκαετία του ’20. Χείλη πάντα μισάνοιχτα που εκφράζουν   προφανή ικανοποίηση, μάτια που δεν κοιτάζουν ποτέ κατά πρόσωπο κ.λ.π. Όλα αυτά που ενισχύουν την επιστροφή της μόδας  των γυναικείων εσωρούχων ή, αν θέλετε, την επιστροφή του φετιχισμού.

Κάτι, στο οποίο έπαιξε  μεγάλο ρόλο και το Χόλυγουντ. Στη διάρκεια του ομιλούντος, η Μέη Γουέστ τόνισε όσο μπορούσε τους γοφούς της, κάνοντας τους κορσέδες απαραίτητους όσο και τους άντρες. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τζέην Ράσελ ανάδειξε το στήθος με το σουτιέν που σχεδίασε ο Χάουαρντ Χιούζ. Η Μαίριλυν δεν δίστασε να βάλει  τις κιλότες της στο   ψυγείο για να παραμείνουν δροσερές στη μεγάλη ζέστη, ενώ η Μπριζίτ Μπαρντό «υπήρξε»  με το καλσόν πολύ πριν ποζάρει γυμνή  με τις γάτες της.  Το καλσόν έγινε και ο εφιάλτης κάθε κοινής γυναίκας, μετά τον τρόπο που το παρουσίασε η  Dim -κάτι παρόμοιο με την καμπάνια του  Klein- αποθεωτικές, ονειρικές γυναίκες  με ισχυρότερο όπλο τις γάμπες τους και την άνετη αναμφισβήτητη στάση απέναντι στους  άντρες. Γιατί, τελικά, τα γυναικεία εσώρουχα μπορεί να φοριούνται για χάρη των αντρών, αλλά αυτός που βγαίνει κερδισμένος είναι ο ναρκισσισμός. «Δείχνω λίγο και κρύβω το καλύτερο». 

Το παρόν θέμα συντάχθηκε από τους Γιάννη Νένε και Γιώργο Πανόπουλο και δημοσιεύθηκε το 1990 στο τεύχος 43 του περιοδικού «Κλικ» (σελ. 182-189) υπό τον τίτλο «Classics - Σημεία και σύμβολα στη μόδα».

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.