Πασχαλινές αναμνήσεις στην Καρδίτσα

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (18 Ψήφοι)

Πασχαλινές αναμνήσεις στην Καρδίτσα

Το Πάσχα πήγα με τις μικρές ανιψιές μου και το σκυλί μας βόλτα στη γειτονιά. Ένας γείτονας τις ζήτησε να τραγουδήσουν τα κάλαντα του Λαζάρου, αλλά του εξήγησα ότι ζουν στην Αθήνα και δεν τα ξέρουν. Ήθελε να τις δώσει φραγκοκοτίσια αβγά, όπως έδινε σε μας κάποτε. Λίγες μέρες πριν είχα φτιάξει το καλαθάκι της κόρης μου για να πάει να τραγουδήσει το «Εις την πόλη Βηθανία κλαίει η Μάρθα και η Μαρία…»

Δε θα ξεχάσω ποτέ την ανυπομονησία μου τις δύο τελευταίες χρονιές που τραγουδούσα. Είχαμε κάνει μέχρι και σχεδιάγραμμα… Δε θα μας  ξέφευγε κανένας γείτονας… Μετά το Λάζαρο ερχόντουσαν οι διακοπές του Πάσχα. Το βάψιμο των αβγών, η προετοιμασία για τα αρνιά, τις σούβλες και τις ψησταριές… Ένας πανικός!

Τις περισσότερες φορές η νονά μου μου έφερνε παπούτσια. Τις επόμενες μέρες δεν τα έβγαζα από τα πόδια μου. Περπατούσα και ένιωθα περήφανη. Ένιωθα ξεχωριστή. Νόμιζα πως όλοι με κοιτούσαν. Εκτός από ξεχωριστή ένιωθα κάθε φορά και τυχερή. Τυχερή, γιατί ήμουν η μόνη από τα τρία παιδιά της οικογένειας που έπαιρνε ανελλιπώς λαμπάδα, δώρο κτλ. Η αδερφή μου και ο αδερφός μου είχαν την ατυχία να έχουν δύο νονούς, οι οποίοι θυμήθηκαν την πρώτη για λίγα χρόνια και τον δεύτερο σχεδόν ποτέ. Κάθε χρόνο η μαμά έτρεχε να πάρει δώρο στον αδερφό και του έλεγε ψέματα ότι ήταν από τη νονά του. Αυτό το φαινόμενο του «εξαφανισμένου» νονού ήταν πολύ σύνηθες στην εποχή μας. Η δικιά μου νονά εξαφανίστηκε στην πορεία, ξαναεμφανίστηκε και ξαναεξαφανίστηκε -μάλλον οριστικά-, αλλά της αναγνωρίζω ότι τουλάχιστον δε γέμισε τις πασχαλινές μου αναμνήσεις με πικρία, όπως συνέβη με τα αδέρφια μου.

Στο δημοτικό υπήρξαν εκείνες οι χρονιές που προσπάθησα να γίνω παιδί της εκκλησίας και περνούσα τα απογεύματα της Μεγάλης Εβδομάδας στον Άγιο Νικόλαο με τις φίλες μου. Κράτησε δύο ή τρία χρόνια απ’ ό,τι θυμάμαι. Ήμουν όμως πάντα συνεπής στη νηστεία και τη θεία Κοινωνία, επειδή έτσι έπρεπε. Μάλιστα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι την ώρα της Ανάστασης πρέπει να αφήνω πίσω τα ελαττώματά μου και να ξεκινάω από το μηδέν προσπαθώντας να είμαι «καλό κορίτσι». Αυτό δεν μου το είχε πει κανείς. Εγώ το είχα επινοήσει. Είχα το κακό να επινοώ διάφορα με το μυαλό μου και επίσης να μη λέω σε κανέναν τις απορίες μου. Δεν ξέρω γιατί.

Για παράδειγμα ποτέ δε ρωτούσα γιατί οι εικόνες των Αγίων μοιάζουν τόσο τρομαχτικές. Ποτέ δεν είπα στη μαμά μου ότι με τρόμαζε εκείνος ο πίνακας στο δωμάτιό της με το δακρυσμένο κοριτσάκι που κρατούσε ένα κερί και σε κοιτούσε διαπεραστικά. Ούτε ποτέ ρώτησα γιατί στους δρόμους γράφει παντού Ν.Δ. και ποτέ Μ.Δ. Πίστευα ότι σημαίνει Νατάσα Δανιήλ και ήθελα να γράφει καμιά φορά και Μαρία, το όνομα της αδερφής μου. Πόσο χαζή ένιωσα όταν έμαθα τι σημαίνουν τα αρχικά, ούτε συζήτηση. Άλλη απορία μου ήταν γιατί συνεχίζουμε και κρατάμε την ομπρέλα όταν περπατάμε κάτω από υπόστεγο. Τι ανοησία… Αφού εκεί δε βρεχόμαστε… Εγώ όμως ήμουν έξυπνη και κάτω από τα υπόστεγα κατέβαζα την ομπρέλα…

Πολύ παλιά ψήναμε στο σπίτι των παππούδων με τα αδέρφια του μπαμπά. Μετά που οι παππούδες μεγάλωσαν ψήναμε στην αυλή μας. Μετά οι παππούδες έφυγαν κι εμείς μείναμε να ψήνουμε σταθερά στην αυλή μας. Με εξαίρεση τα τελευταία χρόνια που η απουσία των αγαπημένων γονιών μας έχει «αδειάσει» την αυλή και το ψήσιμο σε αυτή δε μοιάζει να έχει νόημα.

Πόσο παράξενο μου φαίνεται που πέρασαν τόσα χρόνια... Ήμουν κοριτσάκι και είμαι μαμά. Με πονάει που κάποιοι έχουν φύγει. Η ζωή όμως συνεχίζεται «ανελέητα».

Μια μέρα άκουσα το γιο μου να λέει: «Κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, ο παπάς τρελάθηκε και παίζει play-station».

-Θυμάσαι; είπα στον αδερφό μου. Εμείς λέγαμε «Kύριε ελέησον, κύριε ελέησον, ο παπάς πίνει καρνέισιον» (σοκολατούχο γάλα που πίναμε μικρά). Θυμάσαι που μας έπαιρνε ο παππούς;

-Α, τώρα που είπες παππούς. Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού ξενοικιάστηκε και έχω το κλειδί. Θες να πας να το δεις;

Πήρα τα τέσσερα παιδιά και ανίψια και το σκυλί και πήγα. Δυο τετράγωνα πιο κάτω... είκοσι χρόνια περνάω απ’ έξω, είκοσι χρόνια είχα να μπω. Κάναμε εξερεύνηση, κόψαμε λουλούδια....

-Μαμά, γιατί κλαις;

-Θεία, γιατί κλαις;

Όχι μόνο έκλαιγα, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω... Έβλεπα τους θάμνους που πίσω τους τριάντα χρόνια πριν έφτιαχνα κεφτεδάκια από χώμα και νερό...Έβλεπα την παλιά βρύση που η γιαγιά έπλενε τα ρούχα στη σκάφη, το μέρος όπου άλλοτε ήταν το κοτέτσι, ο κήπος... Και μέσα στο σπίτι ανατρίχιασα. Ξαναζωντάνεψαν τα πάντα. Θυμήθηκα την παραμικρή λεπτομέρεια. Τη σόμπα, το ντουλάπι με τις λιχουδιές, το ψυγείο με τη βυσσινάδα, τον παππού Τάσο να μαλώνει με τη γιαγιά Μαριγούλα, τη γιαγιά να λέει ιστορίες. Συγκλονίστηκα...Το άδειο σπίτι γέμισε. Μυρωδιές, εικόνες, ήχους...

Τίποτα δε χάνεται, αυτό πιστέυω. Μπορεί η σχέση μου με τα θεία να μην είναι η καλύτερη τα τελευταία χρόνια, αλλά πιστεύω στην αγάπη των ανθρώπων και πρέπει να μην ξεχνάμε την καλοσύνη και την αγάπη που πήραμε... Κι ας έφυγαν, η αγάπη τους μας γεμίζει...

Μας δίνει δύναμη να πάμε μπροστά...

Πάμε μπροστά θέλοντας και μη.

Μας τραβάνε από το χέρι τα παιδιά...

Νατάσα Δανιήλ

Γεννήθηκα στην Καρδίτσα στις 25/7/79. Από τα 18 ως τα 23 μου έζησα στη Θεσ/κη, όπου σπούδασα Ιστορία και αρχαιολογία στο Α.Π.Θ. Στη συνέχεια έκανα μεταπτυχιακό στο ΕΑΠ (Σπουδές στην Εκπαίδευση). Από το 2003 ζω και εργάζομαι στην Καρδίτσα ως φιλόλογος. Έχω μια κόρη κι έναν γιο.

Σχόλια (1)

Αυτό το σχόλιο ελαχιστοποιήθηκε από τον επόπτη στον ιστότοπο

Πολυ δυνατή η πένα σου... Απλή και στοχευμενη, μα και στοχαστική...

Ιουλια
Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.