Πώς νίκησα την κατάθλιψη!

2.0927835051546 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 2.09 (97 Ψήφοι)

Πώς νίκησα την κατάθλιψη!

Ζούσα ήδη στην αυτοεξορία μου σχεδόν τρία χρόνια, όταν άρχισα να βουλιάζω ανεξέλεγκτα. Πατούσα στη σαθρή κινούμενη άμμο του διαρρηκτά δομημένου εαυτού μου, ούσα υπερευάλωτη πια κι ενώ παράλληλα κουβαλούσα πάνω μου τα βάρη της εντεταλμένης δυνατής «μάνας», προστάτιδας των αδυνάτων, μα ματαιωμένης κι αναποτελεσματικής.

Κάπου εκεί, η, μέχρι πρότινος, θλίψη φόρεσε κατάμαυρο, σκοροφαγωμένο και ποτισμένο με τη μυρωδιά της μούχλας, βελούδινο μανδύα κι έγινε κατάθλιψη. Κι ερχόταν καταπάνω μου μανιασμένη και με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ανεξέλεγκτα, όπως κι όλη μου η ζωή μέχρι τότε, τώρα που, όσο σου γράφω, το σκέφτομαι λίγο καλύτερα.

Και πάλι το έπαιξα δυνατή για κάποιο καιρό, και πάλι είπα «Αντέχω εγώ, βάρα κι άλλο. Θα αντέξω» και πάλι με κατηγόρησα για ανεπαρκή και αδύναμη να διαχειριστώ τις καταστάσεις. Βλέπεις οι μνήμες και τα βιώματα πώς σε καταστρέφουν αν δεν τα αντιμετωπίσεις, αν δεν μετρήσεις το δικό σου ανάστημα κι αν δεν το ορθώσεις;

Κι εκεί, από ένστικτο επιβίωσης μάλλον, γιατί άλλη λογική εξήγηση δεν υπάρχει για να δώσω, αποφάσισα να ζητήσω βοήθεια. Για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κι όχι, δεν ζήτησα βοήθεια από «δικό» μου άνθρωπο.

Άλλωστε η κατάθλιψη σε στριμώχνει με βία σε μια γωνία να μείνεις μόνη σου και σε χτυπάει αλύπητα κι ασταμάτητα, ώστε να νιώθεις ότι δεν θα βγεις από εκείνη τη γωνία ποτέ. Και σε σουβλίζει πάντα με τη λόγχη που πάνω γράφει: «Είσαι μόνη σου κι ανίκανη να με πολεμήσεις. Αλλά κυρίως μόνη σου».

Εκτός από αυτό όμως, υπήρχε και κάτι άλλο: κανείς δεν μπορούσε να με βοηθήσει πια. Είχα βουλιάξει τόσο που σχεδόν δεν φαινόμουνα. Και κανέναν δεν ήθελα να επιβαρύνω, εγώ το «βάρος».

Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία. Κρυφά από όλους. Κανείς δεν ήξερε. Ντρεπόμουνα μάλλον. Ντρεπόμουν που χρειαζόμουν βοήθεια. Σαν μάνα που πρέπει να πάει στον γιατρό και να αφήσει τα παιδιά στην πεθερά της και ντρέπεται να το ζητήσει.

Με τα σημερινά μυαλά μου θα σου πω ότι ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που ακόμα και τώρα μου δίνω άκοπα το βραβείο της ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΑ ΗΛΙΘΙΑΣ. Τι ντρεπόμουν; Που στάθηκα ανίκανη να συνεχίσω να κουτσαίνω; Που θέλησα να προσπαθήσω έστω, να σταματήσω να πονάω; Που για πολλοστή φορά στη ζωή μου έδωσα λύση σε πρόβλημα και για πρώτη φορά σε αποκλειστικά δικό μου; Για τι ακριβώς ντρεπόμουν;

....................

Η ψυχοθεραπεύτριά μου ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πίστεψε σε μένα. Το πιστεύεις; Είχα ξεπεράσει ήδη τα τριάντα χρόνια της ζωής μου και πρώτη φορά ένιωσα ότι κάποιος πιστεύει σε μένα.

Και το ένιωσα με τον πιο σκληρό τρόπο, όταν ναυαγισμένη και σερνόμενη στην τελευταία σανίδα του πάτου του βαρελιού μου, ένα βροχερό πρωινό Σαββάτου, στην εξορία μου, έκλαιγα μπροστά της απαρηγόρητη και κουρελιασμένη, καταχτυπημένη με όλες μου τις πληγές θεόρατα ανοιχτές να αιμορραγούν από παντού ασταμάτητα, και την εκλιπαρούσα να μου δώσει χάπια. Της ούρλιαζα ξέπνοα ότι δεν την αντέχω τη ζωή μου, ότι δεν την θέλω αν είναι έτσι η ζωή. Ότι δεν αντέχω άλλο τον διαρκή πόνο κι ότι δεν περνάει με τίποτα.

Κι εκείνη με μια φωνή που ακόμα τη θυμάμαι, ήρεμη και τρυφερή, γεμάτη συμπόνοια αλλά δίχως ίχνος λύπησης, μου απάντησε: «Όχι, δεν θα πάρεις φάρμακα. Θα το παλέψουμε. Μαζί. Μέχρι το τέρμα. Και θα νικήσουμε. Μπορούμε. Μαζί. Είμαι εδώ για σένα. Είμαι εδώ, μαζί σου!»

Κι ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάποιος πίστεψε σε μένα κι ήταν μαζί μου. Όχι απέναντί μου. Δίπλα μου. Μαζί μου. Μια περίοδο που ούτε εγώ δεν πίστευα στον εαυτό μου.

Κι αλήθεια στο λέω, είναι από τις λίγες εικόνες, αυτή που μόλις σου περιέγραψα, που θυμάμαι από εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Αλλά, αυτή την εικόνα και εκείνο το συναίσθημα τα θυμάμαι ολοκάθαρα. Κι ακόμα και τώρα που σου τα περιγράφω, ακόμα και τώρα δακρύζω.

Εδώ θα σου πω κάτι που δεν έχει φτάσει η ώρα του, γιατί συνέβη δυόμιση χρόνια αργότερα, αλλά είναι αξιομνημόνευτο.

Δυόμιση χρόνια μετά, έχοντας πια πάρει ολοκληρωτικά τη ζωή μου στα χέρια μου, έστειλα ένα μήνυμα στην ψυχοθεραπεύτριά μου λέγοντάς της περήφανη τα νέα μου και εκδηλώνοντάς της την απεριόριστη ευγνωμοσύνη μου για την πολύτιμη, τότε, βοήθειά της.

Κι η απάντησή της ήταν εξίσου συγκλονιστική: «…Το ήξερα ότι θα τα καταφέρεις. Το ήξερα ότι μπορείς. Το έβλεπα στα μάτια σου και στο μουδιασμένο -τότε- χαμόγελό σου. Ήξερα ότι η ψυχή σου είναι πιο βαθιά από τις πληγές σου και ότι τελικά θα καταφέρεις να στρέψεις την ανθρωπιά σου στον εαυτό σου…».

Λόγια-φυλαχτά… μεγάλη κληρονομιά που μετά από δεκάδες μήνες με έκαναν να δακρύσω ξανά για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Να δακρύσω από ανακούφιση. Από περηφάνια. Από ευγνωμοσύνη. Από χαρά. Από συναισθήματα και καταστάσεις που ανακάλεσα. Από όλη τη διαδρομή που θυμήθηκα ότι κατάφερα να κάνω.

Να κάνουμε μαζί. Εγώ με εκείνη δίπλα μου.

Μαζί μου.

Και το μόνο που μπόρεσα να απαντήσω μέσα στα αναφιλητά μου ήταν: «Σε ευχαριστώ που πίστεψες σε μένα στη διάρκεια μιας μακροχρόνιας περιόδου που… δεν πίστευα ούτε εγώ στον εαυτό μου. Σε ευχαριστώ ως το άπειρο και ακόμα παραπέρα».

Κι ακόμα και τώρα, πάλι δακρύζω…

Για κάτι λάθη και κάτι πάθη - #ΤοΒιβλ1ο

Το κείμενο που μόλις διαβάσατε αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο «Για κάτι λάθη και κάτι πάθη - #ΤοΒιβλ1ο» της Σπυριδούλας Κούτρα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Spykou. Οι ενδιαφερόμενοι, μπορείτε να το προμηθευτείτε άμεσα από εδώ.

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.