Όσα αμέτρητα μετράς…
Κάθε χρονιά ανακατεύεις την ίδια κιτρινισμένη τράπουλα. Μετράς τους βαλέδες, τις ντάμες, ξεχωρίζεις τους άσσους, κι ενώ ξέρεις πως όλα είναι στη θέση τους, συνεχίζεις να πασπατεύεις αριθμούς και φιγούρες. Μονολογείς ευχές, θυμάσαι στιγμές, και βάζεις τα γέλια, τα κλάματα και τελικώς στόχους…
Θα πάψεις να αγαπάς ό,τι σε πονά κι ας πονέσει περισσότερο, θα φεύγεις κι ας σκάψεις εσύ το δρόμο σ΄ αυτό το «μακριά», θα ξυπνάς νωρίς να γεμίσουν τα μάτια σου φως ακόμα και μέσα στην καταιγίδα, θα σε πηγαίνεις βόλτα σε όσα μέρη δεν τόλμησες να ονειρευτείς, θα γίνεις ο άνθρωπος που ψάχνεις, θα γονατίζεις από τον πόνο μα δε θα σκύβεις. Τις νύχτες θα κάνεις όνειρα, τη μέρα θα τα ζεις. Κι όταν οι εικόνες θα πάψουν να γυρνάνε, θα ψάχνεις καινούργιες, θα φτιάχνεις, θα κλέβεις, θα βρίσκεις. Δε θα μετράς το χρόνο σε ώρες, μα σε στιγμές και ανάσες. Θα βάζεις λίγη ζάχαρη στον καφέ και θα αφήνεις την υπόλοιπη στο πεζούλι, σε κάποιον λείπει κι αυτή. Θα κλειδώνεις το θυμό σου στο σπίτι μέχρι να μην τον βρεις μια μέρα γυρνώντας. Θα τραγουδάς μέχρι να αδειάσει ο κόσμος από μουσική, θα αγαπάς πολύ όσους έφυγαν για να έχουν ήλιο κι ένα αστέρι ευχής για το δρόμο που διάλεξαν, θα αγκαλιάζεις όσους έμειναν για όλους τους υπόλοιπους λόγους.
Θα ξαποσταίνεις κάτω από τα δέντρα και θα παίρνεις ένα βελανίδι να σου κρατάει το χέρι για τα δύσκολα. Κι όταν το ημερολόγιο ρίξει τα φύλλα του, θα ξαναπιάσεις την τράπουλα χωρίς να την ανακατέψεις. Γιατί αυτή την παρτίδα θα την έχεις ήδη κερδίσει. Κι αυτό δε χρειάζεται να το μάθει κανείς… το ξέρουμε εσύ κι εσύ…