Καραντίνα και συνειρμοί από μέλι
Και ναι! Ήρθε το καλοκαίρι και μαζί με αυτό και οι καύσωνες. Και δεν υπάρχει καλύτερο μέρος να τους περάσεις από τον θεσσαλικό κάμπο και ιδίως την Καρδίτσα ή αλλιώς «γούρνα»… Και -αν αυτό δε σου αρκεί- πάρε και μια ωραιότατη επαναλοίμωξη covid που δεν ξέρεις από πού σου ήρθε… Μη γκρινιάζεις και σιγά μην κλάψεις! Η καραντίνα θα σου δώσει μοναδικές συγκινήσεις. Οι ατελείωτες ώρες στο σπίτι ίσως σε κάνουν να επαναφέρεις στη μνήμη σου κάτι από το παρελθόν που είχες πιθανόν ξεχάσει...
Στη δική μου περίπτωση ήρθε και θρόνιασε στο μυαλό μου η μαμά μου, γιατί κάθε πρωί τα παιδιά μου μάλωναν ποιο από τα δύο θα πάει στο φούρνο. Αυτό ακριβώς για το οποίο μάλωνα εγώ παλιά με τα αδέρφια μου. Και στο τέλος πήγαινε εκείνη… (Όπως στην ταινία με τον Κωνσταντάρα, που ζητάει νερό και κανένας από τους τρεις γιους δεν του φέρνει και ο τελευταίος του λέει «πήγαινε μόνος σου ρε πατέρα!») Τώρα όμως η μαμά (εγώ) ήταν καραντίνα. Οπότε δεν είχαν επιλογή. Τις περισσότερες μέρες πήγαν. Τις άλλες έφαγαν πρωινό με ό, τι υπήρχε στο σπίτι, για να το αποφύγουν. Μέχρι και μέλι ζήτησαν που δεν έχουν φάει ποτέ στη ζωή τους.
Ανοίγοντας την τροφοθήκη λοιπόν αναζήτησα το μέλι… Και το βρήκα! Οι συνειρμοί άρχισαν να κοπανούν ο ένας πάνω στον άλλο… Με πήγαν στο σπίτι της παιδικής μου φίλης και γειτόνισσας Έφης Λ. Βρεθήκαμε μαζί στην κουζίνα του τότε σπιτιού της μπροστά σε ένα τραπέζι που επάνω του υπήρχε ένα βάζο με μέλι και ένα πλαστικό καλαμάκι.
- Το έχεις κάνει ποτέ; Με ρώτησε.
- Ποιο πράγμα;
-Δες…
Πήρε το καλαμάκι και το βύθισε μέσα στο μέλι. Με δυσκολία, γιατί το μέλι ήταν πολύ πηχτό. Και μετά άρχισε να ρουφάει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, αλλά κυριολεκτικά αγκομαχούσε! Το μέλι όμως άρχισε να ανεβαίνει στο διαφανές καλαμάκι. Μετά κόπων και βασάνων και αφού «άλλαξε δέκα χρώματα» από την έντονη πίεση, αργά αλλά σταθερά το μέλι έφτασε στο στόμα της.
-Δοκίμασε, μου είπε. Είναι τέλειο!!
-Μπα….
-Σιχαίνεσαι;
-Όχι, απλά δε θέλω…
Στην πραγματικότητα το ήθελα πολύ, απλά ένιωσα αμηχανία, ντροπή ίσως ότι δε θα τα κατάφερνα…
Αφού της είπα μια χαζή δικαιολογία για να φύγω, έτρεξα στο σπίτι μου (δυο σπίτια πιο πέρα) και για καλή μου τύχη ήταν όλοι κάτω στην αυλή. Τους προσπέρασα και ανέβηκα τα δεκαέξι σκαλιά κοντεύοντας σχεδόν να πέσω από τη βιασύνη μου.
Τοποθέτησα το μέλι και το καλαμάκι στο τραπέζι. Έπιασα τα μαλλιά μου, «κρατσάνισα» τα δάχτυλά μου, πήρα βαθιά ανάσα και ξεκίνησα. Ήταν ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδίσω.
Όταν άρχισα να ρουφάω ένιωσα το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ένιωθα όταν προσπαθούσα να φουσκώσω ένα μικροσκοπικό μπαλόνι. Πίεση και νεύρα, αλλά και έντονη επιμονή. Θα το κατάφερνα πάση θυσία. Το μέλι ανέβαινε αργά και βασανιστικά, αλλά θα έφτανε στον προορισμό του ο κόσμος να χαλούσε. Κανένας κόσμος δε χάλασε. Το γεύτηκα τελικά το μέλι και ήταν το πιο γλυκό μέλι που είχα δοκιμάσει ποτέ…
Τώρα που το σκέφτομαι ήταν μια εμπειρία φαινομενικά ασήμαντη, ίσως και χαζή, αλλά εγώ συνειδητοποίησα δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η επιμονή σε οδηγεί στο στόχο σου και δεύτερον ότι υπάρχει ένα καταπληκτικό αίσθημα που λέγεται «ικανοποίηση». Κι επειδή στη συνέχεια της ζωής μου πολλές φορές αναζήτησα και βίωσα το αίσθημα αυτό, για πολλά χρόνια, όταν αισθανόμουν οποιαδήποτε μορφή ικανοποίησης (ψυχική-ηθική-συναισθηματική-σωματική κτλ), ερχόταν συνειρμικά στο μυαλό μου η προσπάθεια να ρουφήξω το μέλι με το καλαμάκι.
Σε μια συζήτηση που είχα με την Έφη κάποια στιγμή διαδικτυακά της είπα ότι απ’ όλα όσα έχουμε ζήσει θυμάμαι πολλά, αλλά αυτό που έχω επαναφέρει άπειρες φορές στη μνήμη μου είναι το μέλι με το καλαμάκι. «Ποιο μέλι με καλαμάκι;». «Δε θυμάσαι βρε; Που ήμασταν στο σπίτι σου και είχες πάρει ένα καλαμάκι και μπλα μπλα μπλα …». «Χα χα χα! Έκανα εγώ τέτοιο πράγμα; Αν είναι δυνατόν… (παύση) Τώρα που το λες, σαν… κάτι… να θυμάμαι…»
Απορία, σοκ, δέος.
Πώς γίνεταιιι;; Αυτό που εμένα με σημάδευσε και με συνόδευε σε όλη μου τη ζωή και το έκανε εκείνη, εκείνη να μην το θυμάται; Κι όμως… Ίδια εμπειρία, διαφορετική οπτική γωνία, διαφορετική αντίληψη για το πώς βιώνει καθένας το καθετί και για το τι αποθηκεύει εντέλει. Ίσως εκείνη είχε ήδη ανακαλύψει το αίσθημα της ικανοποίησης και όλο αυτό ήταν για εκείνη ένα χαζό παιδικό παιχνίδι. Για μένα όμως όχι… το αντίθετο.
Κλείνω το ντουλάπι και χαμογελάω.
Συνειρμοί, συνειρμοί, συνειρμοί…
Ικανοποίηση…
Το θέμα είναι ότι το συγκεκριμένο αίσθημα, όσο όμορφο κι αν είναι, κρατάει λίγο… Και «ξανακυλάμε» στο να νιώθουμε ανικανοποίητοι. Κι αυτό όμως μας δίνει ώθηση να ξαναθέσουμε στόχους που θα οδηγήσουν σε καινούριες ικανοποιήσεις… Κύκλος δηλαδή που δε σταματά ποτέ…
Τελικά η καραντίνα και ο πολύς χρόνος στο σπίτι σε κάνουν να φιλοσοφείς ή να αμπελοφιλοσοφείς, αλλά σου «καθαρίζει» και το μυαλό ώστε να έρθουν σκέψεις ή αναμνήσεις που η καθημερινότητα τις εμπόδιζε να εμφανιστούν…
Δες την καραντίνα σου σαν μια τέτοια ευκαιρία και σιγά μην κλάψεις. Θα περάσει και αυτό… ξανά...