Εκείνα τα ατέλειωτα καλοκαίρια της ζωής μας…
Μεσημέρι Απρίλη, γιασεμί στον αέρα, τα πρώτα κοντομάνικα απλωμένα στην ταράτσα και πιο κει, σε ένα μισοφαγωμένο παγκάκι, ένα βιαστικό βελονάκι και μια σκάφη μπάμιες τσαλαβουτούν στο χρόνο.
Σε κείνα τα καλοκαίρια που μύριζαν σουσάμι και μέλι, που έκαναν στάση σε υπαίθρια λούνα παρκ, που μάζευαν άμμο στα παπούτσια, που έβγαιναν βόλτες μέσα στη νύχτα χαζεύοντας σπίτια με κλήματα και πικροδάφνες φορώντας λευκά.
Σε κείνα που ξεκινούσαν ξημερώματα να κάνουν σχέδια. Χωματόδρομος, στροφές, λεωφορεία μπλε με λευκές ρίγες, στριμωγμένα ψάθινα καπέλα με κερασάκια στο πλάι, ζουληγμένα διάφανα τάπερ με κολοκυθόπιτα, ένα μικρό για τα κεφτεδάκια στη μέση, μια σακούλα για το ψωμί, μαγιό ολόσωμα, ψάθες κουλουριασμένες. Θάλασσες σαν από τελειωμένο μελάνι, βότσαλα γυαλιστερά, κοχύλια σε βιτρίνα. Τρέξιμο, τραγούδια, γέλια.
Ρούχα πεταμένα στην καυτή άμμο, διστακτική δρασκελιά μέχρι το νερό, βουτιές, αλάτια παντού, σωσίβια, φωνές, μαμάδες, βρακιά και ρούχα ένα με την άμμο, πετσέτες βρεγμένες μέχρι το κόκκαλο, κονσέρβες σαν μπετονιέρες για ένα κάστρο που δεν ανήκει ποτέ σε κανέναν.
Πετάγομαι στο φούρνο δίπλα στη γωνία. Γλάστρα με ηλιοτρόπιο, πόσο καιρό να στέκεται εκεί άραγε για να μην το παρατηρεί κανείς. Κουλούρι με μαύρο σουσάμι για μένα, λουκουμάδες για το παγκάκι.
Καθώς πλησιάζω, ακούγονται γέλια. Προσφέρω τα γλυκά. Ξαφνιάζονται, μου χαμογελούν. Σιωπή, μετά ψίθυροι. Περιμένουν να απομακρυνθώ για να συμφωνήσουν πόσο καλύτεροι ήταν εκείνοι οι λουκουμάδες τότε στην τάβλα, αυτά οι μικροί δεν τα γνώρισαν.
Στρίβοντας τη γωνία, χαμογελώ, χαμογελώ μέχρι που βάζω τα γέλια. Όχι για το «μικροί». Αλλά γιατί εγώ εκείνα τα καλοκαίρια τα γνώρισα…