Η ποινικοποίηση της παρουσίας

Ένας πατέρας απελπισμένος αποφασίζει να διαμαρτυρηθεί για τον θάνατο του παιδιού του. Κάνει απεργία πείνας σε ένα εμβληματικό σημείο στο κέντρο της πρωτεύουσας, μπροστά σε ένα μνημείο που τιμά τον άγνωστο ήρωα/στρατιώτη και συμβολίζει στην συλλογική μας μνήμη την αγάπη για την πατρίδα και το θάρρος να την υπερασπιζόμαστε. Η απεργία πείνας κράτησε 23 μέρες και καθ’ όλη την διάρκεια της η συζήτηση σε πολιτικό επίπεδο ήταν επικεντρωμένη στο ποιος έπρεπε να δράσει προκειμένου να σταματήσει ο πατέρας την απεργία πείνας. Όπως είναι φυσικό ο πατέρας ‘τράβηξε’ την προσοχή του κοινού με επισκέψεις στον χώρο από πολιτικούς, καλλιτέχνες και απλούς πολίτες. Τελικά ο αγώνας του πατέρα δικαιώθηκε, η απεργία πείνας σταμάτησε και το μεγάλο θέμα του εγκλήματος των Τεμπών γύρισε πάλι στην επικαιρότητα. Και αυτό ενόχλησε.
Ποιούς ενόχλησε; Αρχικά ενόχλησε την κυβέρνηση. Ενόχλησε μάλιστα τόσο πολύ που ξαφνικά η ρητορική της κυβέρνησης στρέφεται από την απεργία πείνας του πατέρα στην ‘βεβήλωση’ του μνημείου. Ενόχλησε επίσης – όπως μας το λέει/υποδεικνύει η κυβέρνηση – και τους ‘νοικοκύρηδες’ αυτής της χώρας. Επικαλούνται τους ‘νοικοκύρηδες’ το αίτημα των οποίων είναι η εξασφάλιση της προστασίας του μνημείου από τους υπόλοιπους άλλους, μη-νοικοκύρηδες που μάλλον δεν ξέρουν πώς να σέβονται. Μάλιστα στα πλαίσια της δημοκρατικής διακυβέρνησης, είναι απαραίτητο το αίτημα αυτό να ικανοποιηθεί – μια ρητορική, απόλυτα διχαστική γιατί βάζει ομάδες ανθρώπων αντιμέτωπες μεταξύ τους. Ξαφνικά στα δημοσιογραφικά πάνελ βλέπουμε και ακούμε την ετεροχρονισμένα ‘ενστικτώδη’ αντίδραση των βουλευτών της ΝΔ να καταδικάζουν τα δρώμενα στο μνημείο. Να αναρωτιούνται τι θα γίνει αν και άλλοι πολίτες κάνουν κάτι αντίστοιχο για τα δικά τους αιτήματα – εδώ το πλαίσιο του εγκλήματος των Τεμπών δεν αναγνωρίζεται καθόλου. Κυβερνητικά στελέχη μιλούν με γλώσσα υποτιμητική. Αναπολούν την χαμένη αίγλη του μνημείου καθώς τώρα πια έγινε ‘τσαντήρι’, όπως χαρακτηριστικά είπαν κάποιοι βουλευτές. Θίχτηκε δηλαδή και η αισθητική τους. Έτσι λοιπόν ο πρωθυπουργός παίρνει την πρωτοβουλία να ‘σώσει’ και το μνημείο και την αισθητική κυβερνητικών και ‘νοικοκύρηδων’ και φέρνει στην Βουλή την τροπολογία που θα προστατεύει το μνημείο.
Η αναφορά του πρωθυπουργού στην συζήτηση που έγινε στην Βουλή έδειξε καθαρά ότι πρόθεση της τροπολογίας είναι η ποινικοποίηση της παρουσίας. Χαρακτήρισε τον αγώνα του πατέρα και των άλλων συγγενών ‘ακτιβισμό’. Ο ακτιβισμός αυτός με τα κεράκια, με τα ονόματα γραμμένα με κόκκινη μπογιά δεν έχει καμιά σχέση και θέση με το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Το 2019 οι διαδηλώσεις που γίνονταν κατά της συμφωνίας των Πρεσπών στο ίδιο σημείο ούτε έθιξε την αισθητική ούτε πρόσβαλλε τον σεβασμό των πολιτικών και νοικοκύρηδων της ΝΔ προς το μνημείο. Όπως επίσης και πολλές άλλες διαδηλώσεις που γίνονται πολλά χρόνια τώρα. Άρα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος ότι αυτή η βιασύνη να φέρει ο πρωθυπουργός μια τέτοια τροπολογία για την οποία και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνέστησε να συζητηθεί σε ‘ουδέτερο’ πολιτικό χρόνο εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες.
Η αρθρογραφία ορίζει την ποινικοποίηση της παρουσίας ως την εφαρμογή νομικών διατάξεων και άλλων μέσων που καθιστούν την απλή παρουσία μη επιθυμητών ομάδων ή ατόμων σε συγκεκριμένα μέρη ως αδίκημα και έτσι γίνονται νόμιμοι στόχοι απαγόρευσης. Το ερώτημα που θα έπρεπε να συζητήσουν στην Βουλή δεν είναι αν και ποιοι σέβονται τα μνημεία της χώρας μας. Όλοι τα σεβόμαστε. Το ερώτημα είναι πώς η ποινικοποίηση της παρουσίας γίνεται εργαλείο διαχείρισης κοινωνικών θεμάτων/προβλημάτων που αντί να προωθούν δημοκρατικές πρακτικές, πολώνουν και διχάζουν. Γίνεται εργαλείο που περιθωριοποιεί άτομα, εργαλείο που ελέγχει το ‘ποιος’ και το ‘πώς’ έχει δικαίωμα στον δημόσιο αυτό χώρο. Αν είναι να γίνει μια τέτοια συζήτηση στα σοβαρά, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι τα κριτήρια δεν μπορεί να είναι ούτε η αισθητική ενός κόμματος, ούτε ένας στείρος σεβασμός που εξαντλείται σε κατάθεση στεφάνων και ούτε ένα ‘δεξιό’ ή ‘αριστερό’ μέτρο πατριωτισμού. Τα κριτήρια θα πρέπει να εξετάζουν ακριβώς πώς να αποφύγουμε την περιθωριοποίηση και το face control από αστυνομία, στρατό και οποιαδήποτε άλλη δύναμη. Αν είχαμε τα κατάλληλα κριτήρια και τον πρέποντα χρόνο να συζητήσουμε, τότε σίγουρα δεν θα αναρωτιόμασταν γιατί δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε στα βασικά. Να συμφωνήσουμε ότι τα βασικά για να γίνουν και αυτονόητα χρειάζεται δουλειά και όχι πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού της μιας ή της άλλης πλευράς.


