Μουρόχαυλες επαναστάτριες...
Από πολύ μικρή πίστευα ότι τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει» είναι κάτι σα νόμος.
«Πρέπει να πιεις όλο το γάλα σου» και το έπινα φτάνοντας στα όρια του εμετού.
«Πρέπει να διαβάζεις» αργότερα και ευτυχώς αυτό μου άρεσε και το έκανα.
«Δεν πρέπει να μαλώνεις με τον αδερφό και την αδερφή σου». Αυτό δεν το τηρούσα πάντα, γιατί ήταν φύσει αδύνατον.
«Δεν πρέπει να βρίζεις» και το έκανα -όταν ήθελα- κρυφά.
«Δεν πρέπει να πίνεις», επίσης.
«Δεν πρέπει να καπνίζεις».
«Δεν πρέπει να γυρνάς αργά».
«Δεν πρέπει να ανεβαίνεις σε μηχανάκια» (Με έβλεπε άλλωστε και η γειτονιά...).
Πάλευα, πάλευα πολύ από μικρή για δύο πράγματα:
1. Να τηρώ τα «πρέπει» και «δεν πρέπει» και
2. Όταν δεν τα τηρώ να προσέχω πολύ να μη με καταλάβουν... οι γονείς μου και ο «κόσμος» που πάντοτε ήθελαν το καλό μου (!).
«Πρέπει να περάσεις στο πανεπιστήμιο» μου έλεγαν όλοι και εγώ έφτασα 18 χρονών να μην ξέρω καν ότι υπάρχουν κι άλλες εναλλακτικές για έναν νέο.
«Άσε την αρχαιολογία, πρέπει να περάσεις Νομική!» Εκεί, αν και άργησα λίγο, έκανα την πρώτη μου επανάσταση και είπα «όχι, δε μου ταιριάζει...». Για πρώτη φορά ακολούθησα το ένστικτό μου και από τότε άρχισα να το ακολουθώ και να το εμπιστεύομαι...
Η εποχή ήταν κάπως «συντηρητική» κι εμείς (εγώ, η αδερφή μου, οι φίλες μας) κάπως στενόμυαλες και ρομαντικές σαν έφηβες, για να μην πω μουρόχαυλες!
Έφτασα σε ηλικία 16 χρονών και πίστευα ότι οι γονείς μου έκαναν σεξ μόνο τρεις φορές στη ζωή τους, όταν έκαναν τα τρία τους παιδιά. Νόμιζα ότι το σεξ ήταν κάτι σαν το φιλί. «Έλα, πάμε, βάλε μέσα το σποράκι, για να γίνει το παιδάκι».
Όταν οι φίλες μου μου έλεγαν στο γυμνάσιο ότι οι γονείς μας ακόμα κάνουν σεξ εγώ το αρνιόμουν κατηγορηματικά. Κι όταν μία από αυτές μου είπε «ρώτα τους», μόνο στη σκέψη κατακοκκίνισα. Και φυσικά δε ρώτησα ποτέ.
Όταν στα 16 μια φίλη μου μου έδειξε στον υπολογιστή του αδερφού της για πρώτη φορά «ακατάλληλο για ανηλίκους βίντεο» (θα’ ταν δε θα’ ταν δέκα δευτερόλεπτα) δεν καταλάβαινα καν τι είναι αυτό που βλέπω...
Τελικά όμως αυτό που κατάλαβα βλέποντας και τις εξίσου μουρόχαυλες, συντηρητικές και ρομαντικές φίλες μου ήταν ότι «όποιος θέλει να κάνει κάτι, το κάνει» και ότι «όσο πιο πολύ απαγορεύεις σε κάποιον να κάνει κάτι, τόσο πιο πολύ θέλει να το κάνει».
Μεθύσια, αγόρια, μηχανάκια, ό,τι απαγόρευαν, εμείς -αν θέλαμε- το κάναμε... Τα «πρέπει» είχαν αντίθετο αποτέλεσμα, απλά κάναμε τα «δεν πρέπει» κρυφά. Εκείνο που «είχε σημασία» είναι ότι ήμασταν καλές μαθήτριες και ότι περάσαμε στο πανεπιστήμιο... και φυσικά ότι δεν είχαμε ολοκληρωμένες σχέσεις.
Το θέμα είναι ότι ακόμα και τώρα σκέφτομαι μήπως δεν πρέπει να δημοσιοποιήσω αυτό το άρθρο, επειδή είναι ίσως «extreme» για μία καθηγήτρια...
Ποιος ορίζει τα «πρέπει» και τα «δεν πρέπει»;
Ποιος μου λέει ποιο είναι το καλό μου και ποιο όχι;
Ευτυχώς κάναμε την επανάστασή μας μέσα από τα κλαμπ, τη μουσική μας και το ραδιόφωνο. Μέσα από το γράψιμο σε θρανία, σε λευκώματα και στα πίσω φύλλα των τετραδίων και των βιβλίων... Μέσα από όλα εκείνα τα «δεν πρέπει»...
Μακάρι τα παιδιά μου να την κάνουν μιλώντας ελεύθερα και έχοντας ανοιχτό μυαλό. Πετώντας τις παρωπίδες και ουρλιάζοντας και υποστηρίζοντας με πάθος ό,τι πιστεύουν. Αν συμβεί αυτό, θα αισθανθώ ότι κάτι έχω πετύχει στη ζωή μου. Κι αν έχω επηρεάσει έστω και λίγο τους μαθητές μου προς τον ελεύθερο-ανοιχτόμυαλο τρόπο σκέψης και έκφρασης, επίσης...
Θα το στείλω για δημοσίευση τελικά... Οι «καθωσπρέπει» ας κατακρίνουν...
Σιγά μην κλάψω...