Σκέψεις για τον πόλεμο και την αποτροπή του
Ο πόλεμος υπήρξε ανέκαθεν ο έσχατος τρόπος επίλυσης διαφορών, τόσο μεταξύ λαών όσο και μεταξύ αντιπάλων παρατάξεων στα πλαίσια των ίδιων εθνών. Οι διαφορές αυτές είχαν και εξακολουθούν να έχουν ποικίλες αποχρώσεις: επεκτατικές, οικονομικές, θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές, αλλά εμφανίστηκαν και κράματα αυτών των αποχρώσεων, υπό το πρόσχημα πάντα της επιβολής του δικαίου (του ισχυροτέρου) και της συνακόλουθης αποκατάστασης της τάξης.
Το αν τελικά και κατά πόσο το δίκαιο αυτό μπορεί να αιτιολογήσει επαρκώς τη σύρραξη, δεν αποτελεί στα πλαίσια της παρούσας μελέτης το ζητούμενο. Ζητούμενο είναι το αν υπάρχουν τρόποι να αποφευχθούν οι πόλεμοι. Προκειμένου όμως να φτάσουμε στο αποτέλεσμα, απαραίτητο είναι να αναλύσουμε τα αίτια.
Το να εξαλείψει κανείς τα γενεσιουργά αίτια του πολέμου, πατάσσοντας το κακό στη ρίζα του, ίσως φαίνεται απλό μα δεν είναι. Γιατί πώς να εξαλείψει κανείς την απληστία ή την ανάγκη; Ένστικτα σύμφυτα με την ανθρώπινη ύπαρξη, στα οποία και θεοί υποτάσσονται (ανάγκα και θεοί πείθονται), ελέγχονται εν μέρει, μα δεν εκλείπουν. Όπως δεν μπορούν να εκλείψουν και οι παράγοντες διαφοροποίησης των λαών: παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα, οι θεσμοί της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας, με τους οποίους γαλουχήθηκε κάθε λαός.
Σε ό,τι αφορά τώρα τις πολιτικές διαφορές, αυτές είναι συνυφασμένες με τις προσωπικές πεποιθήσεις, την ιδεολογία κάθε ατόμου και κατ’ επέκτασιν ευρύτερων κοινωνικών ομάδων, απετέλεσαν δε ανέκαθεν την prima causa ενόπλων συρράξεων, στάσεων και αναταραχών μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας, τις οποίες κανένα λογικό επιχείρημα δε στάθηκε ικανό να μετριάσει, πόσο μάλλον να απαλείψει...
Ο πόλεμος, σαν κατάσταση έλλειψης ειρήνης, είναι από κάθε άποψη απευκταίος: για τα θύματα που προκαλεί, την αναρχία, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την οικονομική φθορά, την οπισθοδρόμηση της προόδου γενικά και τη βία που μετέρχεται σαν μέσο επιβολής. Μήπως λοιπόν θα έπρεπε ν’ αναζητήσουμε τους τρόπους κατάπαυσης των πολέμων ανάμεσα στ’ αποτελέσματα που προκαλούν;
Ποιος υγιώς σκεπτόμενος λαός θα προτιμούσε να βλέπει την εδαφική του επικράτεια να συρρικνώνεται, τους πολίτες του -μάχιμους και μη- να θερίζονται από τα πυρά του εχθρού, να θρηνεί άπραγος, εκατόμβες θυμάτων; Ποιο έθνος θα ανεχόταν να περιπέσει στο σκοτάδι της πολιτιστικής στασιμότητας, στη μέγγενη των κρατικών δανείων για την αποκατάσταση της καμένης γης; Κανένα! Κι όμως... Οι πόλεμοι συνεχίζονται σε πείσμα της λογικής.
Μήπως όμως τελικά βλέπουμε εμείς τα πράγματα με άλλη λογική; Kαι τί άλλο είναι τελικά η λογική, παρά η υποστήριξη του δικού μας συμφέροντος; Αν λοιπόν το συμφέρον μας επιτάσσει να τα προκαλέσουμε όλα αυτά, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και να τα υποστούμε. Εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας φόβος.
Ο φόβος έχει αποτρεπτική ισχύ και όπως λέει ο λαός “φυλάει τα έρμα”. Από φόβο ασκούμε αμυντική εξωτερική πολιτική. Από φόβο συνεχίζουμε την έρευνα για νέα και πιο φονικά όπλα, από φόβο εφοδιάζουμε το στρατό μας με συστήματα σύγχρονης τεχνολογίας. Αυτός μας σπρώχνει στον ανταγωνισμό εξοπλισμών και τη συνακόλουθη ένταξή μας σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, ΟΟΣΑ, που παρέχουν μηχανισμούς ελέγχου, διαμεσολάβησης, διαιτησίας και κυρώσεων. Είναι λοιπόν ο φόβος που πρέπει να καταπολεμηθεί πρώτος. Και αυτό το πετύχαμε με τη θωράκισή μας πίσω από τα ισχυρά τείχη των συνασπισμένων μας δυνάμεων. Εν μέρει.
Για ποιο λόγο λοιπόν συνεχίζουμε τους εξοπλισμούς; Μα φυσικά επειδή υπάρχουν και ανένταχτοι λαοί, που πάντα θα αποτελούν απειλή, ή επειδή υπάρχουν αντίθετης ιδεολογίας -και συμφερόντων- συνασπισμοί κρατών. Η νυν αναδυόμενη και διαρκώς ισχυροποιούμενη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αποτελεί το νέο εφιάλτη της Δύσης. Ο θεωρητικά υφιστάμενος κίνδυνος, μπορεί να υλοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον με απρόβλεπτες συνέπειες. Αναπόφευκτη λοιπόν η συνέχιση των εξοπλισμών, προς όφελος ασφαλώς και της πολεμικής βιομηχανίας, που αποτελεί διεθνώς το δεύτερο σε μέγεθος οικονομικό κλάδο, εξασφαλίζοντας χιλιάδες θέσεις εργασίας, με τεράστια κέρδη για τα κράτη που διαθέτουν προηγμένη πολεμική βιομηχανία.
Η απειλή του πολέμου έχει επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί σα μοχλός πίεσης και άσκησης πολιτικής υψηλού επιπέδου από τους ισχυρούς, επί των αδυνάτων της γης.
Η χρησιμότητά του λοιπόν άμεση. Ποιος εχέφρων πολιτικός δε θα συμμορφωνόταν με τις επιταγές του “διακανονισμού”; Οι συμφωνίες για αγορά οπλικών συστημάτων περνάνε όλες ανεξαιρέτως από το φίλτρο αυτής της λογικής και μια καλή συναλλαγή προεξοφλεί το μέτρο της εκλογικής επιτυχίας και διατήρησης μιας κυβέρνησης στην εξουσία. Το ερώτημα “με ποια μέτρα μπορούμε να πετύχουμε την κατάπαυση των πολέμων” επιδέχεται κάτω από αυτή την οπτική μια και μόνη αφοπλιστική απάντηση: ο πόλεμος δεν μπορεί -σαν απειλή- και δεν πρέπει να σταματήσει!
Ίσως όμως τελικά υπάρχει μια ελπίδα αποτροπής του πολέμου: ένα άλλο είδος πολέμου, εξίσου αποτελεσματικό: η οικονομική διείσδυση! Με τα ίδια ακριβώς οφέλη: την αναγνώριση της υπεροχής του ισχυροτέρου, εν προκειμένω του “Θεού του κέρδους” και τη συμμόρφωση με το δίκαιο του “κατακτητή”, εν προκειμένω των πολυεθνικών... Αλλά και ένα επιπλέον όφελος, τη συνεργασία. Τη συνύπαρξη. Την ομόνοια.
Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο της παγκοσμιοποίησης; Να προωθήσει τη συνεργασία και την ειρήνη; Να αναδείξει το πνευματικό-οικονομικό δυναμικό των ανθρώπων κάθε χώρας, μετατρέποντάς τους σε επιχειρηματίες αλλά και εργαζόμενους διεθνούς εμβέλειας, συνεργαζόμενους για κοινά οφέλη; Αυτοί δεν είναι που πρώτοι θα ασκήσουν πίεση στις κυβερνήσεις τους να μην ωθήσουν τις όποιες διαφορές αναφανούν στα άκρα, αλλά να τις επιλύσουν με διάλογο; Και δε θα το πετύχουν; Στα χρόνια του Βυζαντίου οι αυτοκράτορες συνήπταν γάμους για να εξασφαλίσουν συμμαχίες. Οι σημερινοί ηγέτες προωθούν τις εμπορικές συνεργασίες με τη μορφή πολυεθνικών. Η πρώτη μέθοδος δεν απεδείχθη πάντα επιτυχής. Στης δεύτερης την πρόκληση, ενδίδουν άπαντες.
Και η ενωμένη Ευρώπη σαν κοινή αγορά του άνθρακα και του χάλυβα ξεκίνησε την πορεία της, για να καταλήξει σε ενιαίο νομισματικό χώρο, σε συνομοσπονδία κρατών με προοπτική ομοσπονδίας. Οι επενδύσεις πραγματοποιούνται ελεύθερα πλέον στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, τα εμπορεύματα μεταφέρονται ατελώνιστα και η μετακίνηση των εργαζομένων είναι ελεύθερη. Το ίδιο και η εγκατάσταση και η παροχή υπηρεσιών. Αυτό το μοντέλο της ενωμένης Ευρώπης ήταν προϊόν διαλόγου, καλής θέλησης και πρόθεσης συνεργασίας, προέκυψε δε μετά τη συνειδητοποίηση των καταστροφικών συνεπειών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στοχεύοντας σε αποτροπή επανάληψής τους στο μέλλον.
Αυτό το μοντέλο ας χρησιμεύσει σαν υπόδειγμα για όλους τους λαούς του κόσμου, με κοινές πολιτισμικές καταβολές. Μόνον έτσι θα αμβλυνθούν οι όποιες διαφορές του παρελθόντος και οι άνθρωποι θα δώσουν τα χέρια για να προχωρήσουν στο δρόμο της προόδου. Μόνον έτσι ”θα κάνουμ’ όλα τα κανόνια ανθοστόλιστες φωλιές” και θ’ αναδείξουμε νικητή τη Φιλία, καταπολεμώντας το Νείκος. Αυτή θα είναι η νίκη μας.