Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Πώς φτάσαμε ως εδώ; αναρωτιέμαι κοιτώντας τη φωτογραφία μας.
Πού πήγε εκείνη η αγάπη που μας έδεσε, αυτή η δυνατή φλόγα για την οποία αισθανόμασταν ολόκληρους πως μας καίει.
Όταν γνωριστήκαμε, πόση αγωνία είχαμε ο ένας κοντά στον άλλο να βρεθεί!
Πόσο λαχτάρα υπήρχε μέχρι να έρθει το πρώτο μας φιλί!
Όταν στα χέρια σου με κράτησες, αισθάνθηκα πως μου έδωσαν τον κόσμο όλο.
Γύρω μου φωνές, φασαρία, αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα. Βρισκόμουν στα χέρια σου και ήμουν ευτυχισμένη. Και αυτή η ευτυχία, πόσο σύντομα διαψεύστηκε!
Και έτσι πέρασαν τα χρόνια…
Και ήρθε το σήμερα. Και αυτό το σήμερα ήταν πιο σκληρό, πιο απρόσωπο, πιο στυφό από ποτέ.
Δεν υπάρχει πια αγάπη ανάμεσά μας, δύο άγνωστοι σε ένα σπίτι ερημωμένο.
Δε με αγκαλιάζεις πια, ένα κρεβάτι που όμως μεγαλώνει την απόσταση ανάμεσά μας.
Δεν ξέρω πια γιατί το βλέμμα σου με αποστροφή γυρίζεις, απορίες αναπάντητες βασανίζουν το μυαλό μου.
Δύο άγνωστοι είμαστε πλέον που απλώς βρεθήκαμε τυχαία σε ένα σπίτι και συγκατοικούμε.
Δεν ξέρω τι να υποθέσω, ίσως χαθήκαμε μέσα σε αυτή τη σκληρή και άστοργη καθημερινότητα και πάψαμε να αγαπάμε, να διεκδικούμε, να ερωτευόμαστε.
Τι άλλο πια μας μένει; Μία προσπάθεια μόνο και αν αυτή αποτύχει, η λύση ίσως να είναι μονόδρομος και σκληρή: μόνο ένας χωρισμός ίσως να είναι η λύση στην ψυχρή μας σχέση που βάλτωσε.