Το ασύδοτο κέρδος τροχοπέδη της προόδου
Ένας Αυστραλός αρχαιολόγος του περασμένου αιώνα, ο Γκόρντον Τσάιλντ, υποστήριζε ότι ολόκληρη η ανθρώπινη πρόοδος πραγματοποιήθηκε λόγω της υπερπαραγωγής τροφίμων.
Η άποψή του ήταν πως αν ο άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να παράγει παρά μόνο τόσα τρόφιμα όσα χρειαζόταν για να ζήσει ο ίδιος, τότε κανείς δεν θα είχε τον χρόνο για να ασχοληθεί με ανακαλύψεις και εφευρέσεις.
Αντίθετα, αν ένας άνθρωπος μπορούσε να παράγει περισσότερα τρόφιμα απ’ όσα χρειαζόταν ο ίδιος, κάποιοι θα ήταν ελεύθεροι να αφιερώσουν το χρόνο τους σε άλλα πράγματα, προς όφελος των ανακαλύψεων.
Από τότε μέχρι σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά, αλλά η πραγματικότητα παραμένει ίδια. Με την εξέλιξη και της τεχνολογίας, θα έπρεπε λογικά να απαιτείται λιγότερη εργασία και άρα λιγότερος χρόνος από όλους μας για την παραγωγή των αγαθών, πράγμα που θα επέτρεπε όχι σε λίγους πια, αλλά σε πολλούς από εμάς να αξιοποιήσουμε αρκετές από τις ώρες μας δημιουργικά.
Όλα αυτά, όμως, μόνο θεωρητικά. Διότι στην πράξη, αποτελεί παράδοξο ότι οι ώρες εργασίας αυξάνονται, ο ελεύθερος χρόνος μειώνεται, τα αγαθά γίνονται ολοένα και πιο ακριβά για εκείνους που τα παράγουν, ενώ την ίδια στιγμή οι μισθοί μένουν στάσιμοι ή παίρνουν την κατιούσα, προς τέρψιν λίγων ανθρώπων, οι οποίοι μεγιστοποιούν τα κέρδη τους εις βάρος τόσο της καθημερινότητάς μας, όσο και της προόδου.
Η εργασία κάνει τον κόσμο μας να κινείται, ωστόσο ο σκεπτόμενος άνθρωπος τον βοηθάει να προχωράει βήματα μπροστά. Αυτό δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε. Όσο η πλειοψηφία εξαναγκάζεται να συμπιέζει τη ζωή της ανάμεσα στα ελαστικά ωράρια των εταιρειών ή να ωθείται στη λύση τουλάχιστον δύο εργασιών ημιαπασχόλησης για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τότε ο χρόνος και η διάθεση για δημιουργική σκέψη είτε δεν θα υπάρχουν, είτε θα ελαχιστοποιούνται.
Πόσο μάλλον όταν η συνεχώς αυξανόμενη ανεργία μεγιστοποιήσει το πρόβλημα ακόμη περισσότερο, με μόνους κερδισμένους αυτούς τους λίγους που προανέφερα, οι οποίοι αποκομίζουν φθηνά εργατικά χέρια σύγχρονων σκλάβων, με τους τελευταίους να μην έχουν σε πολλές περιπτώσεις τη δυνατότητα να διεκδικήσουν ανθρώπινες εργασιακές συνθήκες ή φυσιολογικά ωράρια, υπό το φόβο της απόλυσης και της αβεβαιότητας του αύριο.