Υπερβολή και κομπασμός
- Δημήτρης Α. Δημητριάδης ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ
Κάθε υπερβολή περιέχει το γελοίο. Είναι σωστό αυτό; Μάλλον όχι. Αρκεί να σκεφτούμε τις περιπτώσεις όπου εκείνος που υπερβάλλει πως ενεργεί μεταφορικά. Δείχνει πως εγκαταλείπει το μέτρο για να μεταφερθεί κάπου αλλού, προεκτείνοντας μια σημασία, τονίζοντας. Το ότι «παίζει» με το συνηθισμένο γίνεται φανερό κι αυτή η πρόθεσή του προστατεύει. Αν λείψει αυτή, τότε γίνεται γελοίο.
Αυτό συμβαίνει από παλιά στην Ελλάδα. Μια καλλιέργεια του υπερβολικού – στην ομιλία, στην εμφάνιση – για τον εαυτό του. Το υπερβολικό κυριολεκτεί. Το άτομο που θα το υιοθετήσει θα πασχίσει να γίνει άμεσα πειστικό, να το πάρει «τοις μετρητοίς». Ακόμα κι αν αρχίσει με μεταφορές, στη συνέχεια θα παρασυρθεί. Ανησυχώντας μήπως δεν τα καταφέρει, καταφεύγει σε κάτι πιο επιβλητικό: το πομπώδες. Μολονότι η λέξη δηλώνει αποτυχίες, π.χ. του μεγαλόπρεπου να αρθεί στο ύψος του, του βαρυσήμαντου να φανερώσει την αναγκαιότητά του, το πομπώδες, όχι πια ως αισθητική κατηγορία, αλλά ως κοινωνικό εφόδιο, διατηρεί την αποτελεσματικότητά του. Στην κοινωνική ζωή τα αισθητικά κριτήρια ανακτούν την αυτοπεποίθησή τους, γίνονται πιο εύχρηστα, ιδιαίτερα αν περιβληθούν τον μανδύα του αναπόφευκτου. Εκεί αποβλέπει το πομπώδες.
Μπορεί, λοιπόν, να κερδίσει τις εντυπώσεις, παρ’ όλο που εκθέτει τα τρωτά του, από αισθητική άποψη, σημεία. Μοιάζει σχηματικό, πού και πού προδίδει μια πρόθεση παραποίησης κι όμως στο τέλος παραμένει η ιδέα πως στις δεδομένες συνθήκες ήταν ταιριαστό. Και ποιες είναι αυτές οι συνθήκες; Ένα περιβάλλον τελετουργικό, ένα πλαίσιο επισημότητας, ένα κρίσιμο κοινωνικό ή εθνικό γεγονός, με δυο λόγια ο,τιδήποτε από μόνο του διαθέτει τέτοια χωρητικότητα σημασιών ώστε κάθε σχόλιο ή πράξη σχετική με αυτό, ειλικρινής ή ψευδής αδιάφορο, να μην είναι ικανή να το καλύψει ολόκληρο. Το γελοίο παραμονεύει. Αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος ούτε που το προσέχει, σπεύδοντας σε κάθε ευκαιρία να καταλάβει τον διαθέσιμο χώρο, ακόμα κι αν αυτός είναι ελάχιστος. Εκχειλίζει, πέφτει έξω από τη βάση του και η βιασύνη του είναι αδύνατο να δώσει σε αυτή του την κίνηση το νόημα μιας υπερβολής για λόγους, ας πούμε, παραστατικότητας.
Έτσι καταλήγουν οι «παραστάσεις» πολλών μελών της ελληνικής κοινωνικής αφρόκρεμας. Άτομα που κατά τα άλλα δεν τους λείπει η παιγνιώδης ευχέρεια ή χάρη, μεταμορφώνονται ξαφνικά όταν πρόκειται να υπερασπιστούν μια άποψή τους και μαζί τον ίδιο τους τον εαυτό. Προφανώς στην παραμικρή δημόσια εμφάνιση του εαυτού διακυβεύονται τα πάντα. Αυτή η ακομψία που φουσκώνει και που ζητά να παρουσιάσει την προσωπικότητά του σαν ένα συμπαγές τοίχος που επεκτείνεται προς όλες τις μεριές, αυτή η επίδειξη συνοχής με τα μέσα μιας βλοσυρής κατηγορηματικότητας κι ενός διακηρυκτικού μένους που μόλις συγκρατείται για να μην εξυβρίσει τους πιθανούς αντιρρησίες, όλα αυτά είναι δύσκολο να ανασταλούν μόνο και μόνο επειδή διατρέχουν τον κίνδυνο του γελοίου. Αμελητέο ενδεχόμενο σε σύγκριση με τον κύριο στόχο. Γιατί το γελοίο συνδέεται με μια κρίση, με μια διεργασία στην οποία συνεργάζονται η ηθική και το γούστο, ενώ αυτούς τους απασχολεί αποκλειστικά το αισθητό απομονωμένο από τη διάνοια. Προτού προλάβει να σχηματιστεί οποιαδήποτε κρίση, πρέπει να κυριευτούν οι πηγές των ερεθισμάτων.
Πρέπει ο κομπασμός να διαφημίσει τα επιτεύγματα, η στιβαρή φωνή να υποβαστάξει τη σκέψη, η ανελαστικότητα του σώματος να κρύψει την ελαστικότητα της συνείδησης, την απροθυμία της για εσωτερική δέσμευση, η αγαλματοειδής στάση να χτίσει τα οχυρά της απέναντι στην πιθανή έλλειψη σεβασμού. Μια επιχείρηση διόγκωσης για να κλείσουν τα κενά – ο πομπώδης είναι ένας καταχραστής του ορατού. Ωστόσο, καθιερώνεται παρά τις επιφυλάξεις, τις σποραδικές ειρωνείες. Και με αυτό αποδεικνύει πως ξέρει να υπολογίζει σωστά τις αντιστάσεις, εφαρμόζοντας παλιές συνταγές που ισχύουν ακόμα.