Free Cinema: Η οργισμένη φωνή του βρετανικού κινηματογράφου
- Μάνος Κεραμίδης ΣΙΝΕΜΑ
Το Free Cinema υπήρξε μία από τις πιο αυθεντικές και ριζοσπαστικές εκφράσεις του αγγλικού κινηματογράφου, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς. Γεννημένο στη δεκαετία του ’50, το κίνημα αυτό σημάδεψε την καλλιτεχνική ταυτότητα της Γηραιάς Αλβιόνας και η κληρονομιά που άφησε, φθάνει μέχρι σήμερα.
Μετά την ακμή των μεγάλων στούντιο, όπως τα Ealing και Twickenham, και τις λαμπρές δημιουργίες σκηνοθετών όπως ο Ντέιβιντ Λιν, ο Κάρολ Ριντ και ο Άντονι Άσκουιθ, η μεταπολεμική Βρετανία άρχισε να αναζητά μια νέα κινηματογραφική γλώσσα. Ο ιταλικός νεορεαλισμός και το γαλλικό Νέο Κύμα ενέπνευσαν τους νέους δημιουργούς να στραφούν στην πραγματικότητα, εγκαταλείποντας την ψυχαγωγική, ακαδημαϊκή φόρμα.
Το Free Cinema δεν ήταν οργανωμένο σε κλασικό καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά περισσότερο σε μια κοινότητα ιδεών και ευαισθησιών. Οι δημιουργοί του - όπως οι Λίντσεϊ Άντερσον, Τόνι Ρίτσαρντσον, Κάρελ Ράις και Τζον Σλέσινγκερ - αρνήθηκαν τα κατεστημένα πρότυπα παραγωγής και επιχείρησαν να απεικονίσουν την κοινωνία «εκ των έσω», με τρόπο άμεσο, ρεαλιστικό και κριτικό.
Τα βασικά χαρακτηριστικά του Free Cinema
- Κοινωνικός Προβληματισμός: Οι ταινίες του κινήματος εστιάζουν στα προβλήματα της εργατικής τάξης, στις ανισότητες και στην αδιέξοδη καθημερινότητα.
- Ρεαλιστική προσέγγιση: Γυρίσματα σε πραγματικούς χώρους, φυσικός φωτισμός και απουσία εξιδανικεύσεων, με έμφαση στην απλότητα της αφήγησης.
- Έμφαση στην ατομική ψυχολογία: Οι ήρωες είναι άνθρωποι καθημερινοί, παγιδευμένοι σε μια κοινωνία που δεν τους προσφέρει προοπτική.
- Συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ: Πρώιμα έργα όπως το «Momma Don't Allow» (1955) και το «O Dreamland» (1953) αποτύπωσαν με ντοκιμαντερίστικο βλέμμα την πραγματικότητα.
Η ταινία-ορόσημο που σφράγισε το πέρασμα στη μυθοπλασία ήταν το «Look Back in Anger» (1959) του Τόνι Ρίτσαρντσον, βασισμένη στο θεατρικό έργο του Τζον Όσμπορν. Εδώ, η οργή των «νέων χωρίς μέλλον» εκφράστηκε με ωμή δύναμη, εγκαινιάζοντας την εποχή των «οργισμένων νέων» στον βρετανικό πολιτισμό.
Άλλες σημαντικές ταινίες που ενσωμάτωσαν τις αρχές του Free Cinema ήταν το «Saturday Night and Sunday Morning» (1960) του Κάρελ Ράις και το «Billy Liar» (1963) του Τζον Σλέσινγκερ. Οι ήρωες, συνήθως νέοι από φτωχά στρώματα, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την καταπίεση και τη μιζέρια, είτε μέσω φαντασιώσεων είτε μέσω μικρών εξεγέρσεων.
Ο Λίντσεϊ Άντερσον, από τους πλέον θεωρητικούς του κινήματος, γύρισε το εμβληματικό «This Sporting Life» (1963), ενώ με το «If…» (1968) έφερε μια έκρηξη συμβολικής βίας απέναντι στο συντηρητικό κατεστημένο.
Το τέλος μιας εποχής και η διαρκής επιρροή
Η άνοδος της κοινωνικής ευημερίας στη Βρετανία της δεκαετίας του ’60, μαζί με το ξέσπασμα του Swinging London, έβαλαν τέλος στη «σκοτεινή» διάθεση του Free Cinema. Παρά τη σύντομη διάρκεια ζωής του, το κίνημα άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του. Η κληρονομιά του επηρέασε μετέπειτα σκηνοθέτες όπως ο Κεν Λόουτς, ο Στίβεν Φρίαρς, ο Μάικ Λι και ο Μάικλ Γουιντερμπότομ.
Το Free Cinema απέδειξε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι και πολιτική πράξη, αποτελώντας έναν τρόπο να αφηγηθεί κανείς ιστορίες καθημερινών ανθρώπων με αλήθεια και αξιοπρέπεια.
Ένα κομμάτι της ψυχής του ζει ακόμη σε κάθε φιλμ που αρνείται να κλείσει τα μάτια στην κοινωνική πραγματικότητα.