Άνθρωποι από καλό χαρμάνι

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (29 Ψήφοι)

Άνθρωποι από καλό χαρμάνι

Κάθε πρώτη του Μάη, στο πλακόστρωτο έξω από το πατρικό της γιαγιάς μου τραβούσε χειρόφρενο το αγροτικό της Τασίας. Φορτωμένο με κασόνια, διαλυμένα πλαστικά, ιμάντες από χοντρό πανί, αρώματα εξοχής και μερικές σταγόνες πετρέλαιο στο κούτελο. Μια ντουντούκα από εφημερίδα, όπερα στο κασετόφωνο και ένα κομμένο λεμόνι σε πλαστικό ποτήρι. Τα μάτια της θολά, τα μπογιάτιζε με μαύρο βερνίκι και μαζί με τις χαρτοσακούλες σέρβιρε και μια παλιά ιστορία, παθήματα και καθημερινές σελίδες της γειτονιάς, από τότε που ο πατέρας της έπιασε τη γωνία αυτή, χρόνια πριν. 

Από εκείνη μάθαμε για τον Σωτήρη, που είχε το καφενείο στο στενάκι. Καλός άνθρωπος, είκοσι χρόνια το κλειδί την ίδια ώρα στην κλειδαριά και το χαμόγελο στη θέση του ανελλιπώς. Είχανε τα γεροντάκια εκτός από τον ζεστό παραδοσιακό καφέ κι ένα στήριγμα, αφού ο κυρ Σωτήρης δεν χαλούσε χατίρι σε κανέναν. Το τελευταίο μαγαζί που έκλεινε το δικό του ήτανε, το πρώτο που άνοιγε, πάλι δικό του. Τις κρύες μέρες η σόμπα λαμπάδιαζε, τις ζεστές νύχτες ο ανεμιστήρας έπαιρνε φωτιά κι εκεί ανάμεσα στις εξάρες και τα ντόρτια, η βραχνή φωνή του ξεχνούσε τους λογαριασμούς και τα δεκάρικα και τραγουδούσε τραγούδια του Πόντου μ’ ένα παράπονο γλυκό σαν να ξεπροβόδιζε την νύχτα. Όλη η γειτονιά τον είχε στην καρδιά της τον κυρ Σωτήρη, γέμιζε δώρα και γλυκά το σπίτι του κάθε που γιόρταζε, οικογενειάρχης σωστός και με αρχές, πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει και μιαν αφορμή να τραγουδήσει.  

Μέχρι τα τελευταία Χριστούγεννα, ανήμερα, που το μαγαζάκι με τα καφέ παράθυρα δεν άνοιξε στην ώρα του. Δεν άνοιξε ούτε μιαν ώρα μετά, το απόγευμα το βρήκε κλειδωμένο, η νύχτα δεν μπήκε καν μέσα.  Άνθρωπος ήτανε κι αυτός, θα έμεινε σπίτι του να γιορτάσει με τη γυναίκα και τις κόρες.  Κατάλαβαν τα γεροντάκια και τράβηξαν κατά την πλατεία, να απολαύσουν τον ήλιο και τις κοπέλες με τα στενά τζιν.  Την άλλη μέρα θα του κάνανε μούτρα.  Έτσι για  γελάσουν όλοι. Που έσπασε το ωράριο μετά από 22 χρόνια.  

Η «Αμαλία» δεν άνοιξε όμως ποτέ. Τα καφέ της παράθυρα γινήκανε μωβιά, το τάβλι ανοιχτό σε μισή παρτίδα και ο καφές, ελληνικός με λίγο γάλα στο 3, έβαψε το φλιτζάνι για πάντα, όπως ο χαμός του κυρ Σωτήρη τις καρδιές όλων. Το καφενείο ντύθηκε παντοπωλείο, τα παράθυρα πετάχτηκαν σε κάποια γωνιά, οι ψάθινες καρέκλες στοιβάχτηκαν σε κάποιο υπόγειο.

Μα εκείνες τις μέρες ο αέρας, θες από πείσμα, έστριβε ξανά και ξανά στο ίδιο μικρό στενό. Και τότε πλημμύριζε η γειτονιά χόβολη και βασιλικό…

Ζωή Σταυρίδου

Περνώ τον καιρό μου ανάμεσα σε όσα αγαπώ και δε γνωρίζω ακόμα, με συγκινούν τα χρώματα στους ανθρώπους, χαζεύω πάντα τα πουλιά σαν υφαίνουν το χαλί τους εκεί ψηλά, ακόμα αναρωτιέμαι πως στέκονται οι φωλιές τους πάνω σε δέντρα που λυγίζουν, φτιάχνω καφέ (που πάντα χύνεται) μόνο για να γεμίσει άρωμα η μέρα, λατρεύω τα πράσινα λουκούμια, το γλυκό κουταλιού καρπούζι με βανίλια, τις λείες πέτρες που σε κάνουν να γλιστράς, το παιδικό γέλιο, τα γλυκά μάτια των τετράποδων φίλων μου, τις κούνιες που σε πάνε πιο ψηλά κι από το φόβο σου και προσπαθώ να μου θυμίζω πως υπάρχει και το αύριο κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε ζαχαροπλαστείο. Και αποτυχαίνω πάντα...

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.