Ο πόνος δε μένει πια εδώ

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (16 Ψήφοι)

Ο πόνος δε μένει πια εδώ

Σήμερα ξεκίνησες από τα χτες. Ούτε καφές, ούτε κουλούρι. Γύρισες τα μαγαζιά, φόρτωσες σακούλες και χαρτιά τον ουρανό, έτρεξες για γλυκά, ζωγράφισες κάρτες, έκοψες κορδέλες, υλικά και συνήθειες. Και σαν όλα πια πήραν μια θέση στη σκηνή, έκανες ένα βήμα πίσω. 

Λεπτό πανί στο χρώμα της άμμου, φουσκωτές γιρλάντες με ασημένια στολίδια, λεπτά μοτίβα σε φόντο άνοιξης. Κάθε τσέπη και μια σταγόνα ευχής, κάθε μέρα και μια έκπληξη στη ζωή της. Έκανες λίστα με αγαπημένες ταινίες σε μουσική υπόκρουση, γέμισες καφέ στυλό με παλιές εικόνες, μπουκαλάκια με λιχουδιές και τρυφερά μηνύματα, σκάρωσες καλειδοσκόπια, χώρεσες σε ένα μπλοκάκι  λόγια  αγάπης,  ζωγράφισες αστείες στιγμές για όλες εκείνες που την είδες να σκοτεινιάζει, στόλισες κουτάκια με γλυκά και καραμέλες. Και στην τελευταία θέση, έβαλες ένα λευκό χαρτί για καρδιά σου. Για να γράψει εκείνη το όνομά της.

Έφυγες τρέχοντας. Πάλι άργησες μια ώρα νωρίτερα. Λίγο πριν το πλακόστρωτο, πάτησες φρένο. Χάζεψες ένα γεράνι σε σπασμένο πιθάρι. Από πάνω του μια ροδακινή τέντα με ίχνη από σκουριά, λευκές καρέκλες στην άκρη. Περίμενες. Μια αφρισμένη θάλασσα ο ουρανός, στραβοπατημένες πατσαβούρες για σύννεφα. Νωρίς ακόμα. Ένα κόκκινο λουρί με λευκό σκυλί στα χέρια του έδειχνε να κατηφορίζει προς το σπίτι της. Λίγα λεπτά είχαν μείνει. Στο πίσω κάθισμα η χάρτινη σακούλα είχε γείρει. Δεν πρόλαβες να την αγγίξεις.

Στο δρόμο για το σπίτι σταμάτησες δύο φορές, η βροχή γέμιζε τα τζάμια σου καυτό νερό. Δεν ήξερες τι σε έπνιγε, η καταιγίδα ή η σακούλα. Ένας κάδος πιο πέρα, τριγύρω κανείς. Και νερό στο δρόμο πουθενά. Άνοιξες το παράθυρο, την άφησες να πέσει. Στο πρώτο φανάρι έφυγες χωρίς χρώμα, οι διαβάσεις γίνονταν λέξεις, οι γραμμές θηλιά, πάσχιζες να ξεφύγεις, έτρεχες κι εκείνες γελούσαν δίπλα σου. Παιδικές φωνές που γίνονταν υστερικές και χτυπούσαν το τζάμι με μανία. 

Έστριψες σε ένα στενό. Δε θυμάσαι πού. Μια γειτονιά. Τίποτα γνώριμο, σαν να σου στρώσανε χαλί μιας άλλης πόλης. Ξαναδιάβασες το μήνυμά της. Τρίτη μέρα σήμερα και δεν είχε χρόνο να σε δει, ίσως, μπορεί, θα δούμε αύριο. Μπροστά σου μια παλιά γέφυρα. Πικροδάφνες τριγύρω, μια χαλασμένη βρύση δωρεά και ένα πεζούλι από πέτρα. Ακούμπησες και ξεκίνησες να σου μιλάς, για να σιγουρευτείς ότι ζεις. Λέξεις, δάκρυα, σιωπές. Σου είπες τελικά όσα δεν άκουσες ποτέ από εκείνη. 

Πριν μπεις στο αμάξι, ένα αγόρι πιο πέρα πάσχιζε να διορθώσει την αλυσίδα στο ποδήλατο. Σε ρώτησε αν έχεις ώρα. Κοίταξες το κινητό σου. Ξαναδιάβασες όλα τα μηνύματα, αγκάλιασες για στερνή φορά όλες τις στιγμές, τα έσβησες. Και  του το έδωσες.

 Κι έπειτα, γύρισες να βρεις εκείνη τη χάρτινη καρδιά…

Ζωή Σταυρίδου

Περνώ τον καιρό μου ανάμεσα σε όσα αγαπώ και δε γνωρίζω ακόμα, με συγκινούν τα χρώματα στους ανθρώπους, χαζεύω πάντα τα πουλιά σαν υφαίνουν το χαλί τους εκεί ψηλά, ακόμα αναρωτιέμαι πως στέκονται οι φωλιές τους πάνω σε δέντρα που λυγίζουν, φτιάχνω καφέ (που πάντα χύνεται) μόνο για να γεμίσει άρωμα η μέρα, λατρεύω τα πράσινα λουκούμια, το γλυκό κουταλιού καρπούζι με βανίλια, τις λείες πέτρες που σε κάνουν να γλιστράς, το παιδικό γέλιο, τα γλυκά μάτια των τετράποδων φίλων μου, τις κούνιες που σε πάνε πιο ψηλά κι από το φόβο σου και προσπαθώ να μου θυμίζω πως υπάρχει και το αύριο κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε ζαχαροπλαστείο. Και αποτυχαίνω πάντα...

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.