Αεροπλανάκι…

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (40 Ψήφοι)

Αεροπλανάκι…

Εκείνη την Παρασκευή του Οκτώβρη η κυρία Μερόπη ξεκίνησε πάλι για το σχολείο. Ανακάτεψε βιαστικά το τσάι της που είχε ήδη κρυώσει, ίσιωσε τη φούστα της, ξεκρέμασε το γκρι σακάκι και τοποθέτησε τα τετράδια των μαθητών στην τσάντα της. Ένα από αυτά το έβαλε σε διαφορετική θέση.

Το προηγούμενο απόγευμα, διορθώνοντας τις εκθέσεις των μαθητών ήρθε αντιμέτωπη με ένα παράξενο θέαμα. Ανάμεσα στα τετράδια υπήρχε και ένα με λιγοστές σελίδες. Ξεφυλλίζοντάς το διαπίστωσε πως αρκετές ήταν σχισμένες, άλλες κομμένες  στη μέση και δυο τρεις είχαν ζωγραφισμένα γραμμές σαν σπιτάκια  και θάλασσα. Έψαξε στο εξώφυλλο το όνομα του μαθητή. Δαμιανός. Τρίτο θρανίο, λιγομίλητος, χωρίς ιδιαίτερη συμμετοχή, αρκετές απουσίες. Η έκθεσή του είχε πολλά λάθη, αν και όμορφα γραμμένη, η εικόνα όμως αυτού του τετραδίου την έκανε έξω φρενών. Κράτησε το τετράδιο στην άκρη,  αδυνατούσε να το κοιτάξει δεύτερη φορά. Άνοιξε το επόμενο. Καθαρό, γράμματα στρογγυλά, κάπως ανεκτή ιστορία.

Πριν ξεκινήσει το μάθημα ζήτησε από τους μαθητές να επαναλάβουν τους κανόνες της τάξης. Στη συνέχεια μοίρασε τα τετράδια και τους ζήτησε να μετρήσουν τις σελίδες. Αν κάποιο τετράδιο είχε λιγότερες από 50 σελίδες, ο μαθητής θα έπρεπε να το αντικαταστήσει με ένα καινούργιο που να έχει ακριβώς 50. Με την άκρη του ματιού της είδε το Δαμιανό να σκύβει το κεφάλι. Χαμογέλασε. Το μήνυμα είχε περάσει λοιπόν.

Μέρες αργότερα, ένα ηλιόλουστο Σάββατο η κυρία Μερόπη επέστρεψε από τα πρωινά της ψώνια, τακτοποίησε το σπίτι της, και με μια κούπα αχνιστό καφέ ετοιμάστηκε να στάξει κόκκινο μελάνι στα μπλε χειρόγραφα των μαθητών της. Αμέσως θυμήθηκε το περίεργο τετράδιο. Έψαξε ανάμεσα στα υπόλοιπα. Το βρήκε πεσμένο πίσω από τη θήκη της τσάντας της. Το άνοιξε με ανυπομονησία κι ένα μείγμα απογοήτευσης, θυμού και στάλες καφέ σχηματίστηκε ανάμεσα στις ρυτίδες της. Όχι μόνο δεν ήταν καινούργιο, αλλά πλέον έλειπαν και άλλες σελίδες. Το έκλεισε με δύναμη. Τη Δευτέρα κιόλας. Το δίχως άλλο, αυτό το παιδί έπρεπε να πάρει ένα μάθημα.

Στο σχολείο έφτασε νωρίς, μερικά παιδιά στην αυλή και μια παρέα συναδέλφων συζητούσαν για το νέο λιμάνι στο νησί. Τους απέφυγε με ένα νεύμα. Στο κεντρικό γραφείο η καθαρίστρια είχε μόλις γυαλίσει το πάτωμα με ένα πηχτό πρασινωπό υγρό που μύριζε καμφορά. Την πλησίασε με μάτια χαμηλωμένα, λες και θα τη ρωτούσε κάτι φριχτό.

Στο τέλος της ημέρας η κυρία Μερόπη ζήτησε από τους μαθητές να ανοίξουν τα τετράδιά τους. Εκείνα τα μπλε, τα προσεγμένα, με τα στρογγυλά γράμματα. Να σκίσουν μια σελίδα για κάθε ευχή που θα ήθελαν να πραγματοποιηθεί, να την κάνουν αεροπλανάκι και όλες μαζί να τις αφήσουν να πετάξουν μακριά γιατί εκείνες δε χρειάζονται διεύθυνση, ξέρουν σε ποιόν να πάνε.

Λίγο πριν να χτυπήσει το κουδούνι, η έδρα γέμισε γέλια, ταξίδια κι ευχές. Για τη γιαγιά που έχει καιρό να έρθει, ένα ποδήλατο με ροζ καλαθάκι, ο μπαμπάς σε ταξίδι, μια κούκλα που μιλάει, μπασκέτα στο πάρκο, να κλείσει το σχολείο, ένα βαπόρι για την Αμερική. Η κυρία Μερόπη πήρε να ανακατεύει τα αεροπλανάκια, να τα αγγίζει απαλά στα φτερά τους, να χαζεύει την αλλοπρόσαλλη μύτη τους. Και όσο τα πλησίαζε, τόσο ταξίδευε μαζί τους.

Και σαν κάποιος να διάβασε τη λαχτάρα της, άφησε δειλά μπροστά της ένα τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. Γύρισε απορημένη. Είδε το Δαμιανό. Κατέβασε τα μάτια εκείνος. Για σένα, κυρία, να κάνεις αεροπλάνο. Κατέβασε κι εκείνη τα μάτια. Σαν να μη χωρούσε το βλέμμα αυτού του παιδιού στη δική της μικρή ψυχή. Κατάφερε να του χαμογελάσει. «Θα σου φτάσουν όμως έτσι τα φύλλα για τα δικά σου αεροπλανάκια;».

Χαμογέλασε κι εκείνος. «Ναι, κυρία, θα μου πάρει εμένα άλλο η μαμά μου άμα τελειώσει αυτό».

Σήκωσε τα μάτια της η κυρία Μερόπη. «Είμαι σίγουρη ότι θα σου πάρει το ίδιο, είναι το πιο όμορφο από όλα».

Το ίδιο απόγευμα, σε ένα κρύο σαλόνι, μια δασκάλα με αδυναμία στα όμορφα τετράδια, άφησε να της φύγει ένα τσαλακωμένο αεροπλανάκι φορτωμένο ευχές. Για τον πατέρα της που έφυγε νωρίς, για ένα ταξίδι στην Κούβα, για υγεία, για ένα σπίτι με κήπο, για έναν διορισμό. Και για μια μητέρα που δε θα μπορέσει να αγοράσει ξανά ένα μπλε τετράδιο στο μονάκριβο γιό της, για μια αδελφούλα που δε θα το γεμίσει ποτέ πια με θάλασσα και σπιτάκια από γραμμές και για μια γιαγιά που παλεύει σκυφτή να γυαλίσει ένα πάτωμα αφήνοντας να καθρεφτιστούν τα πιο καθαρά μάτια του κόσμου.

Δαμιανέ, συγγνώμη.

Η δασκάλα σου

Ζωή Σταυρίδου

Περνώ τον καιρό μου ανάμεσα σε όσα αγαπώ και δε γνωρίζω ακόμα, με συγκινούν τα χρώματα στους ανθρώπους, χαζεύω πάντα τα πουλιά σαν υφαίνουν το χαλί τους εκεί ψηλά, ακόμα αναρωτιέμαι πως στέκονται οι φωλιές τους πάνω σε δέντρα που λυγίζουν, φτιάχνω καφέ (που πάντα χύνεται) μόνο για να γεμίσει άρωμα η μέρα, λατρεύω τα πράσινα λουκούμια, το γλυκό κουταλιού καρπούζι με βανίλια, τις λείες πέτρες που σε κάνουν να γλιστράς, το παιδικό γέλιο, τα γλυκά μάτια των τετράποδων φίλων μου, τις κούνιες που σε πάνε πιο ψηλά κι από το φόβο σου και προσπαθώ να μου θυμίζω πως υπάρχει και το αύριο κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε ζαχαροπλαστείο. Και αποτυχαίνω πάντα...

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.