Καλό συναπάντημα...

4.9411764705882 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 4.94 (17 Ψήφοι)

Καλό συναπάντημα...

Στον προθάλαμο του ανακαινισμένου κτιρίου δίπλα στον παλιό ηλεκτρικό είχε στηθεί από μέρες ένα πρόχειρο γραφείο. Δύο πλάκες μπετόν, μια λωρίδα μοκέτας κι ένα ξύλινο ράφι κάπου πιο πίσω. Μια εταιρεία σχεδίου με έδρα το Μόναχο αναζητούσε προσωπικό. Η αγγελία είχε κυκλοφορήσει σε μια τοπική εφημερίδα και οι αιτήσεις είχαν ήδη ξεπεράσει τις εκατό. Ανάμεσά τους κι εκείνη του Πασχάλη. Μερικές μέρες πριν, σε ένα διάλειμμα από τη δουλειά έπεσε το μάτι του στις ανακοινώσεις. Έκανε τόσο κρύο εκείνο το πρωινό που η σκέψη ενός γραφείου, ακόμα και σε ιγκλού στη Σιβηρία φάνταζε σωτήρια. Σήμερα όμως, κατηφορίζοντας το πλακόστρωτο ένιωθε μια ζέστη αλλόκοτη.

Στρίβοντας το στενό έπεσε με φόρα πάνω σε έναν φίκο. Σχεδόν τον λυπήθηκε. Του φάνηκε τόσο παράταιρος με τόσες πικροδάφνες τριγύρω. Μια μικροκαμωμένη κοπέλα σε γκρι φόρεμα με κότσο περπατούσε σφίγγοντας τα χέρια της. Πιο πέρα δύο άλλοι με λινό σακάκι και γραβάτα είχαν πιάσει για τα καλά την κουβέντα. Ρώτησε για σίγουρα. Ένας από τους δύο του έδειξε τη λίστα κολλημένη σε ένα τζάμι. Βρήκε το όνομά του. Κάπου προς τη μέση. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει να καταφτάνουν κι άλλοι. Με κοστούμια, ταγιέρ, μερικοί με τζιν, άλλος με γραβάτα. Χαρτιά, πτυχία, περγαμηνές. Στηρίχτηκε o Πασχάλης σε μια γωνιά. Ένιωσε τα πόδια του βαριά, να βουλιάζουν στο χώμα σαν φίκος.

Λίγο πριν τις εννέα μια υπάλληλος με αυστηρό κοστούμι και μαλλιά ασφυκτικά δεμένα άνοιξε με θόρυβο την πόρτα. Φώναξε μερικά ονόματα και χάθηκε. Ακουμπισμένος σε ένα πεζούλι, ο Πασχάλης έβλεπε κόσμο να έρχεται και να αποχωρεί, σαν ασθενής σε επισκεπτήριο. Λίγα ονόματα είχαν μείνει ακόμα. Και τι δε θα έδινε για έναν καφέ, ένα κουλούρι. Καθώς πλησίαζε η σειρά του έκανε να ξεπιαστεί. Το μάτι του έπεσε σε μια φιγούρα με ανακατωμένα σγουρά μαλλιά που πλησίαζε τρέχοντας. Την είδε να ρωτάει τριγύρω, να γουρλώνει τα μάτια της ψάχνοντας τον αριθμό της στη λίστα και να μιλά με την γκρίζα υπάλληλο. Κι αμέσως μετά να κάθεται στα σκαλάκια σφίγγοντας την τσάντα της. Σε μια στιγμή την είδε που τον κοίταζε. Της χαμογέλασε αμήχανα. Σηκώθηκε εκείνη, πήγε κοντά του. «Πόση ώρα τους κρατάνε;» τον ρώτησε σχεδόν ξέπνοα. «Δεν αργούν, μην ανησυχείς. Σε ποια σειρά είσαι;». «Σε καμία» χαμογέλασε  εκείνη, «δεν παρέλαβαν την αίτησή μου».

Την έλεγαν Δάφνη Οικονόμου. Πριν από δύο ώρες είχε καταφτάσει από τη Σάμο για τη συνέντευξη. Η οικογένεια της ούτε να ακούσει για φευγιό, κανόνιζαν αρραβώνες και αντιπαροχή το πατρικό, δανείστηκε χρήματα κρυφά από τη νονά της για το ταξίδι. Έβγαλε και του έδειξε τα σχέδια της. Τα πέρασε για φωτογραφίες ο Πασχάλης, τόσο αληθινά ήταν. Ένα πουλί, μια ραπτομηχανή, ένα μωρό στην κούνια. Προς το τέλος της συλλογής μια φρουτιέρα με κατακίτρινες μπανάνες έκανε το στομάχι του να διαμαρτυρηθεί. Έψαξε την τσάντα της η Δάφνη, του έδωσε ένα σάντουιτς που φυλούσε για μετά, ένα κουτάκι χυμό μήλο. Ντράπηκε εκείνος, αρνήθηκε. Του τα έβαλε στο χέρι , «Κερασμένα. Έτσι κι αλλιώς δεν πάει τίποτα κάτω».

Κάποια στιγμή η γκρίζα υπάλληλος εμφανίστηκε, της έκανε ένα νεύμα. Έτρεξε εκείνη. Έφαγε την τελευταία μπουκιά παρατηρώντας την καθώς κουνούσε νευρικά τους ώμους της, έδειχνε την απόδειξη από το ταχυδρομείο, έπιανε νευρικά το ρολόι της, παρακαλούσε, τίποτα. Η ώρα ίσα που έφτανε μόνο για όσους ήταν στον κατάλογο «και το δικό σας όνομα δεσποινίς δε βρίσκεται στη λίστα πίσω σας», της πέταξε και ξαναχάθηκε στο λυόμενο.

Είδε τη Δάφνη να επιστρέφει με ένα δάκρυ αγκυροβολημένο στο μάγουλο. Έκλεισε την τσάντα της, μάζεψε τα σχέδια, κοντοστάθηκε σε κείνο με τη φρουτιέρα. Του το χάρισε. «Για να με θυμάσαι» του είπε. Το πήρε εκείνος. Δεν έβρισκε όμως λόγια να της πει. Μόνο σηκώθηκε, έστρεψε την πλάτη του κι έφυγε. Άκουσε τη Δάφνη να τον φωνάζει «Πού πας; Σε λίγο θα σε φωνάξουν!»

«Δε νομίζω» χαμογέλασε εκείνος, «δεν είμαι στη λίστα

Απόρησε εκείνη. Κοίταξε πάλι στο τζάμι. Το μάτι της έπεσε σε ένα όνομα με μπλε στυλό. Το δικό της! Γραμμένο πάνω σε ένα άλλο, σβησμένο που λίγο φαινόταν. Πασχάλης Αγγελ….

Γύρισε να τον ψάξει. Πρόλαβε να τον δει καθώς απομακρυνόταν στο πλακόστρωτο. Του φώναξε.

«Κερασμένο!» απάντησε εκείνος κλείνοντας της το μάτι, κι αμέσως  μετά χάθηκε πίσω από τις πικροδάφνες…

Ζωή Σταυρίδου

Περνώ τον καιρό μου ανάμεσα σε όσα αγαπώ και δε γνωρίζω ακόμα, με συγκινούν τα χρώματα στους ανθρώπους, χαζεύω πάντα τα πουλιά σαν υφαίνουν το χαλί τους εκεί ψηλά, ακόμα αναρωτιέμαι πως στέκονται οι φωλιές τους πάνω σε δέντρα που λυγίζουν, φτιάχνω καφέ (που πάντα χύνεται) μόνο για να γεμίσει άρωμα η μέρα, λατρεύω τα πράσινα λουκούμια, το γλυκό κουταλιού καρπούζι με βανίλια, τις λείες πέτρες που σε κάνουν να γλιστράς, το παιδικό γέλιο, τα γλυκά μάτια των τετράποδων φίλων μου, τις κούνιες που σε πάνε πιο ψηλά κι από το φόβο σου και προσπαθώ να μου θυμίζω πως υπάρχει και το αύριο κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε ζαχαροπλαστείο. Και αποτυχαίνω πάντα...

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.