Επίλογοι

5 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 5.00 (30 Ψήφοι)

Επίλογοι

(Σε κάποιον ΞΕΝο που ήρθε για λίγο ΦΩΤίζοντας τόσο πολλά…
Σ΄ ευχαριστώ «Π»)

Το χωριό Ανεμογυάλι δεσπόζει στα βόρεια της Πελοποννήσου, στους πρόποδες του βουνού Κριθώνας. Φωλιασμένο ανάμεσα στην Πλατανίτσα και το Δοκάκι, είναι ξακουστό για τα απόκρημνα φαράγγια, τα στρέμματα βαλσαμόχορτο και τις άγριες ντοματιές. Τα σπίτια παλεύουν εδώ και χρόνια με το υψόμετρο και οι λιγοστές σόμπες αχνίζουν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Στη μέση του χωριού βρίσκεται το Μπαστίνο, ο πετρόμυλος του Αχιλλέα. Πιο δίπλα ο φούρνος του παππού. Στη βιτρίνα έχει ένα παραθυράκι με ξύλινο σκαλιστό γείσο. Κάθε πρωί η Ζαφειρούλα γεμίζει την ασημένια πιατέλα με φρέσκα κουλούρια, δίπλες βουτηγμένες σε μέλι και καβουράκια κρούστας με κοσκινισμένα καρύδια σε μαύρο σουσάμι. Τα πρώτα καρβέλια φεύγουν για το μοναστήρι μέσα σε ψάθινα καλάθια. Τα πρώτα χρόνια φορτώνονταν στον Ηρακλή, το μοναδικό μουλάρι του χωριού. Καθώς φτιάχτηκε ο δρόμος για την πόλη, ανέλαβε τη δουλειά το φορτηγάκι. Παρόλα αυτά ο Ηρακλής συνέχιζε το ίδιο δρομολόγιο κάθε πρωί μέχρι τη μονή και πάλι πίσω στην πλατεία. Μια παγερή μέρα, κάποιος τον λυπήθηκε. Έφτασε στο καφενείο με τα λεπτά του πόδια πληγιασμένα από τις πέτρες, βρεγμένο το κορμί του ίσαμε τα νύχια. Βαριανάσαινε, θαρρείς είχε ανταμώσει το χάρο στη στροφή. Τον μάντρωσε ο δασοφύλακας σε ένα αλώνι με καλαμιές. Τι έφταιγε το ζωντανό να σέρνεται για τα ανθρώπινα. Στο χωράφι θα ήταν ευτυχισμένος. Μα από εκείνη τη μέρα κανείς δεν μπορούσε στ΄ αλήθεια να πει αν γίνηκε τελικά η ζωή του καλύτερη.

Αρχές της άνοιξης στάθμευσε έξω από το χωριό ένα καμιόνι με πινακίδες πόλης. Συνάντησε τον μυλωνά, αγόρασε μερικά τρόφιμα και κίνησε για το πανδοχείο στο Δοκάκι. Εκείνη την ώρα στοίβιαζε η Ζαφειρούλα τους κουραμπιέδες στο δίσκο. Το μάτι της έπεσε στο παράθυρο. Τον είδε καθώς έκλεινε πίσω την πόρτα. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν πασπαλισμένα με νιφάδες λεπτού χιονιού και στα χέρια κρατούσε μια δερμάτινη θήκη. Καθώς προχωρούσε, σχημάτιζε βαθιά αυλάκια νερού. Έπιασε τον εαυτό της να γλιστράει στα χνάρια του. Όσο περπατούσε εκείνος, τόσο βυθιζόταν αυτή στα βήματά του. Κάποια στιγμή ένιωσε το βλέμμα του στο δικό της. Έκλεισε απότομα  τα μάτια της. Όταν τα άνοιξε, ο ξένος είχε χαθεί στο χιόνι. Μαζί και ο δίσκος με τους κουραμπιέδες. Δοκίμασε τον μοναδικό που είχε απομείνει στην πιατέλα. Κι έκανε μια σκέψη κρυφή. Και γλυκιά συνάμα.

Το ίδιο βράδυ, ένα όνειρο γέμισε την κάμαρή της. Καθόταν στη μικρή λίμνη, τραγουδούσε σιγανά, στα μαλλιά της έφερνε πέταλα από μαργαρίτες ο αέρας. Σαν έκανε να κινήσει για το σπίτι, την πρόφταινε εκείνος. Και τι δεν της έλεγε. Χαμήλωνε τότε το  βλέμμα, άκουγε τη φωνή του να την αγκαλιάζει. Τη νανούριζε, την ξυπνούσε πλάι του, της διάβαζε το αγαπημένο της παραμύθι, την έκανε να γελάει, της χάριζε ένα κεραμίδι για το παντοτινό τους σπίτι, άφηνε μια κούπα για εκείνη δίπλα στη δική του, τη σκέπαζε με λέξεις στο σκοτάδι. Και κάποτε έφευγε βάνοντας στο χέρι της μια μικρή λαβωματιά αγάπης. Τότε σηκωνόταν η Ζαφειρούλα. Μα δεν ξυπνούσε. Γιατί δεν κοιμόταν.

Ανήμερα των Χριστουγέννων μαζεύτηκε το χωριό στην πλατεία. Στήθηκαν τραπέζια, ακούστηκαν τραγούδια. Ο Αχιλλέας έδιωξε από το φούρνο γυναίκα και κόρη. Θα ερχόταν κι εκείνος μετά στη γιορτή. Πάνω στη βιασύνη, ξεχάστηκε ο δίσκος με τα σκαλτσούνια στο μαγαζί. Άσε μάνα, θα γυρίσω-πετάχτηκε η Ζαφειρούλα. Ένιωθε τον αέρα στο δρόμο να μαστιγώνει το λεπτό της δέρμα. Τα βήματά της σκάβαν λαγούμια στο χιόνι. Καθώς πλησίαζε, νόμισε πως είδε σκοτάδι. Όρμησε στην πόρτα, παρ΄ολίγον να τη γκρεμίσει. Πετάχτηκε ο πατέρας της έντρομος από μέσα, στα χέρια του μια αλευρωμένη γλίτσα θα γινόταν τσουρέκι. Της φάνηκε πιο κοντός με το ζυμάρι στα χέρια. Και κάπως έξαλλος. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε πίσω της να ανοίγει η πόρτα, μια βαθιά φωνή γέμισε το χώρο. Και για καλή της τύχη, αυτή τη φορά δεν κρατούσε κανένα δίσκο στα χέρια της.

Ανάμεσα στις καλαμιές κι αυτή τη φορά. Δεν είχε βαρεθεί να τις μετράει; Μα την κρατούσε τόσο σφιχτά ο Διονύσης που δεν την ένοιαζε. Χωνόταν εκείνη μέσα στο μάλλινο γιακά του, ρουφούσε το άρωμά του, το φυλάκιζε για τις ώρες που θα ΄ταν μακριά. Έτσι μετρούσε το χρόνο πλέον η Ζαφειρούλα. Σε στιγμές μαζί και χώρια. Έτρεχε να τον συναντήσει, δεν τη χωρούσε ο τόπος σαν έπεφτε δουλειά στο μαγαζί, ο νους της ταξίδευε κοντά του. Κι εκείνος κρατούσε τα πιο όμορφα λόγια για χάρη της, έχωνε τα χέρια του στα μαλλιά της, άγγιζε το λαιμό της και της ψιθύριζε όνειρα, ιστορίες από το νέο σχολείο. Μα για κάποιο λόγο δεν έρχονταν ποτέ στον ύπνο της.

Και οι μέρες έφευγαν. Ο χειμώνας σκλήραινε. Οι καλαμιές καίγονταν. Το χιόνι πάγωνε. Και η Ζαφειρούλα μετρούσε ακόμα τα μαζί, που γίνονταν ολοένα πια και πιο χώρια. Και ο Διονύσης δεν έφτανε κοντά της κάθε που σκοτείνιαζε. Δεν άγγιζε το λαιμό της. Μα η Ζαφειρούλα άκουγε ακόμα τα λόγια του. Κρατούσε το κεραμίδι σφιχτά. Ένιωθε τη βαθιά λαβωματιά. Κι ένα ξημέρωμα κίνησε για το Δοκάκι.

Το σχολείο της φάνηκε παράταιρο. Μια μικρή τάξη σε ένα πελώριο κουτί. Ο Διευθυντής, με ένα κομμάτι σπανακόπιτα στο χέρι την οδήγησε στο γραφείο του. Έριξε εκείνη μια γρήγορη ματιά τριγύρω, ευχήθηκε να είχε ένα δίσκο στα χέρια της, όπως τότε. Μα σαν έκλεισε πίσω της η πόρτα του σχολείου, ένιωσε το χρόνο να μετράει και πάλι σε λεπτά.

Σε όλο το δρόμο, άφηνε πίσω της λέξεις. Πώς να χωρέσει αλλιώς τις νέες; Η αγκαλιά έγινε μετάθεση, οι καλαμιές ράγες σε ένα τρένο που σφύριξε γι αλλού, το κεραμίδι ένα αντίο από εκείνα που δε γράφονται με χρώμα. Κι εκείνη, ξήλωσε τις σκέψεις της από το μάλλινο γιακά. Τράβηξε τη βαθιά φωνή από τα μαλλιά της. Γέμισε με δάκρυα ο δρόμος, ακούμπησε εκείνη σε μια βελανιδιά και λάβωσε τη γη με την υγρή θλίψη της.

Στη στροφή για το μύλο, είδε μπροστά της μια σκιά. Δεν τρόμαξε. Κοντοστάθηκε. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να πλησιάζει. Μέσα στην πηχτή ομίχλη αναγνώρισε δύο μάτια υγρά. Είδε τη λευκή της εσάρπα να καθρεφτίζεται. Πρόσεξε το ωχρό της δέρμα. Τα κόκκινα μάτια της. Είδε και κάτι που δεν υπήρχε. Μα δεν έκλεισε τα μάτια της. Δεν είχε σκοπό να φυλακίσει ό,τι αγαπούσε. Άνοιξε τη βαριά πόρτα.  Έλυσε την τριχιά από το δέντρο. Σκούπισε το βρεγμένο του πρόσωπο, άγγιξε τα χτυπημένα του πόδια. Εκείνο χαμήλωσε το κεφάλι. Έσκυψε και φίλησε το πονεμένο του βλέμμα. Και μαζί, άνθρωπος και ζωντανό, κίνησαν για το σπίτι.

Εκείνη τη νύχτα η Ζαφειρούλα αποκοιμήθηκε. Εκείνη τη νύχτα το χιόνι έλιωσε. Εκείνη τη νύχτα ένα πληγιασμένο ζώο κούρνιασε σε ένα ζεστό αγώγι.

Εκείνη τη νύχτα τα όνειρα ντράπηκαν να φανούν…

Ζωή Σταυρίδου

Περνώ τον καιρό μου ανάμεσα σε όσα αγαπώ και δε γνωρίζω ακόμα, με συγκινούν τα χρώματα στους ανθρώπους, χαζεύω πάντα τα πουλιά σαν υφαίνουν το χαλί τους εκεί ψηλά, ακόμα αναρωτιέμαι πως στέκονται οι φωλιές τους πάνω σε δέντρα που λυγίζουν, φτιάχνω καφέ (που πάντα χύνεται) μόνο για να γεμίσει άρωμα η μέρα, λατρεύω τα πράσινα λουκούμια, το γλυκό κουταλιού καρπούζι με βανίλια, τις λείες πέτρες που σε κάνουν να γλιστράς, το παιδικό γέλιο, τα γλυκά μάτια των τετράποδων φίλων μου, τις κούνιες που σε πάνε πιο ψηλά κι από το φόβο σου και προσπαθώ να μου θυμίζω πως υπάρχει και το αύριο κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε ζαχαροπλαστείο. Και αποτυχαίνω πάντα...

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.