Αφήγημα: Ο παππούς μου κι εγώ

4.8888888888889 1 1 1 1 1 Βαθμολογία 4.89 (18 Ψήφοι)

Αφήγημα: Ο παππούς μου κι εγώ

Πρώτα κατέπεσε η γιαγιά μου. Κάποια από τις πολλές φορές που μπαινόβγαιναν με τη μητέρα μου στα νοσοκομεία, έφεραν τους ασκούμενους να κάνουν μάθημα πάνω στην περίπτωσή της. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να το πιστέψουν! Δεν είχαν ξαναδεί κανέναν άλλον ασθενή στην κατάστασή της να ζει ακόμα. Αποκλειστικό έργο των προσπαθειών της μητέρας μου, που στάθηκε στους γονείς της όχι μόνο σαν αφοσιωμένη κόρη αλλά και σαν υπεράνθρωπος. Ο παππούς μου κατέπεσε αργότερα. Μια ζωή έλεγε ότι θα ζήσει μέχρι τα εκατό. Τον είχα πιστέψει. Έδειχνε για κάποιος που θα ζούσε μέχρι τα εκατό. Ίσως και παραπέρα. Ξέρω όμως στα σίγουρα πως ο παππούς μου έζησε όσο περισσότερο μπορούσε. Δεν παραδόθηκε ποτέ. Άντεξε όλο τ’ απόθεμα της αντοχής του και το ξόδεψε όλο. Μέχρι την τελευταία ανάσα. Τερμάτισε τη διαδρομή του στα ογδόντα οχτώ.

Η αρρώστια της γιαγιάς μου κατέβαλλε έμμεσα κι εκείνον. Η πάθησή του δεν βοηθούσε… Την πρώτη φορά που έπεσε σκάλωσε το πόδι του στο χείλος της μπανιέρας, στην προσπάθειά του να αποφύγει μια χειρότερη πτώση. Επιτυγχάνοντας όμως μια πιο ομαλή πτώση, εγκλωβίστηκε στο μπάνιο. Πια είχε σταθεί αδύνατο να ξεπλέξει το πόδι του από το χείλος της μπανιέρας, καθώς ο παππούς μου από τα τριάντα περίπου χρόνια του είχε διαγνωστεί με αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθρίτιδα και ήταν αγκυλωμένος. Ο αυχένας, η μέση του, η πλάτη και το δεξί του πόδι ως το γόνατο δεν λύγιζαν γιατί είχε αγκύλωση σε όλη τη σπονδυλική στήλη και στο δεξί ισχίο. Γι’ αυτό και δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο να πέφτει, αφού ήταν μονόδρομος αν σκόνταφτε και δεν πρόφταινε ή δεν είχε από κάπου να πιαστεί πως θα κατέληγε στο έδαφος. Και ήταν εύκολο να σκοντάψει με τον τρόπο που περπατούσε∙ Με τη στάση του σώματος του ελαφρά σκυφτή λόγω της αγκύλωσης, βάζοντας μπροστά οδηγό το αριστερό του πόδι και φέρνοντας το άλλο που δε λύγιζε από πίσω, με το πέρασμα του δεξιού ποδιού να γίνεται χαμηλότερα πάνω απ’ το έδαφος. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε ποτέ να περπατάει πολύ γρήγορα.

Ο παππούς μου χρειαζόταν βοήθεια, -την οποία του παρείχε κυρίως η γιαγιά μου-, μόνο για το κόψιμο των νυχιών και το πλύσιμο των ποδιών κάθε φορά που έκανε μπάνιο, αφού δεν μπορούσε ο ίδιος να σκύψει για να τα φτάσει. Ακόμα και τις κάλτσες τις έβαζε μόνος του, στηρίζοντας εναλλάξ τα πόδια του στο ύψος του ταρσού, του μεταταρσίου και των δακτύλων πάνω στην ξύλινη πλάτη του κρεβατιού και τις φορούσε χρησιμοποιώντας τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Χρησιμοποιούσε ένα επίμηκες κόκκαλο για να βάζει τα παπούτσια, καθώς και μια ξύστρα πλάτης που κατέληγε σε ένα, -στα μάτια μου-, ‘’ανατριχιαστικό’’ χεράκι για να ανακουφίζει τη φαγούρα στην πλάτη όταν χρειαζόταν. Για να γονατίσει στο πάτωμα έπρεπε να στηριχτεί με το χέρι στον τοίχο ή σε κάποιο αντικείμενο και να λυγίσει το αριστερό πόδι κατεβάζοντας ταυτόχρονα τον κορμό του. Για να καθίσει σε καρέκλα περνούσε το δεξί του πόδι που δε λύγιζε από το πλάι της καρέκλας προς τα πίσω με την κνήμη ν’ αντικρίζει το δάπεδο. Και για να σηκωθεί όταν ξάπλωνε απ’ τον καναπέ ή από το κρεβάτι έβγαζε πρώτα το αριστερό του πόδι, το λύγιζε στο γόνατο χαμηλά πάνω απ’ το έδαφος και έσπρωχνε έτσι πάνω όλο του το σώμα, δηλαδή κάτι σαν να σηκώνεται από βαθύ κάθισμα μόνο με το ένα πόδι και σε πιο άβολη στάση.

Μια φορά και ενώ καθόμασταν με τη γιαγιά στο δωμάτιό μου, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Βγαίνοντας από το δωμάτιο αντικρίζω το πλαστικό πιάτο με το τοστ μου στο πλατύσκαλο της σκάλας. Ο παππούς που πρωτύτερα θα το βαστούσε, άφαντος! Είχε εντέλει κατρακυλήσει κάτω με την πλάτη σχεδόν όλη την εσωτερική κυκλική σκάλα, ώσπου είχε τελικά μπλέξει τα πόδια του σε ένα από τα τελευταία σκαλοπάτια και είχε τερματίσει τη διαδρομή του εκεί, με το άνω μέρος του κορμού του, από τη μέση και πάνω, να αιωρείται πάνω από το έδαφος. Ο παππούς μου πάντα σηκωνόταν από αυτά τα πεσίματα αμόλυντος, σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα και αψηφούσε τη σημασία τους. Τα παράσημα στο κούτελό του κι οι μελανιές στα πόδια του ήταν τα μοναδικά σημάδια, που μαρτυρούσαν τι είχε συμβεί. Μια άλλη φορά, θα ‘ταν στον τελευταίο χρόνο της εφηβείας μου, καλοκαίρι, πριν το ξημέρωμα, ελάχιστες άυπνες ώρες με χώριζαν από τις διακοπές με φίλους, όταν ένας διαπεραστικός ήχος από γυαλιά που σπάνε διατάραξε την ησυχία της πυκνής σκοτεινιάς. Μες στα επόμενα λεπτά βρέθηκα να ξεκαρφιτσώνω απ’ τη φανέλα και το δέρμα του παππού μου σπασμένα κομμάτια γυαλιών σαν ακονισμένα μαχαίρια. Είχε σκοντάψει κι είχε πέσει πάνω στη τζαμαρία. Λίγο αργότερα και μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο νοσοκομείο θα βρισκόταν ξαπλωμένος στο ντιβάνι του να βλέπει Παπαδάκη σαν να μην συνέβη τίποτα.

Εκείνη τη φορά όμως, που πιάστηκε στη μπανιέρα και αδυνατούσε να σηκωθεί, η μητέρα μου αντιλήφθηκε τις φωνές του αλλά δεν γινόταν να μπει στο μπάνιο, όπου βρισκόταν εγκλωβισμένος ο παππούς, καθώς το σημείο που βρισκόταν το κεφάλι του εμπόδιζε την πόρτα που άνοιγε προς τα μέσα. Καλέσαμε την πυροσβεστική. Η πυροσβεστική όταν έφτασε, αφού ενημερώθηκε για το περιστατικό, έκοψε τα κάγκελα από το παραθυράκι του μπάνιου αλλά στη συνέχεια οι πυροσβέστες αρνήθηκαν να μπουν και να τον απεγκλωβίσουν, παρότι ο γηραιός παππούς μου δεν έπαψε στιγμή να ζητάει βοήθεια. Το χειρότερο ήταν πως μας απαγόρευσαν με κάθε αυστηρότητα να μπούμε και να τον βοηθήσουμε εμείς. Κι αυτό γιατί καθώς έλεγαν, το πρωτόκολλο τους απαγορεύει να μετακινήσουν άνθρωπο που έχει πέσει. Όμως, ο παππούς μου δεν ήταν μόνο πεσμένος, βρισκόταν εγκλωβισμένος. Όχι μόνο εγκλωβισμένος στο δωμάτιο του μπάνιου αλλά επίσης εγκλωβισμένος σε μια στάση που αναγκαζόταν να στηρίζεται στις δυνάμεις των χεριών του, καθώς το σώμα του δεν έφτανε διαφορετικά να ακουμπήσει στο πάτωμα, δυνάμεις που δεν του βρίσκονταν. Ο λόγος που αδυνατούσε να σηκωθεί μόνος του δεν ήταν πως ήταν ασθενής ή τραυματισμένος.

Ο παππούς μου έμεινε εκεί για περίπου δυο ώρες, κατά τις οποίες υπέφερε το κάθε δευτερόλεπτο και ζητούσε συνεχώς να τον βοηθήσουμε κι εμείς απαντούσαμε σ’ αυτές τις εκκλήσεις με άλλες εκκλήσεις προς εκείνον να κάνει υπομονή. Μέχρι που κατέφτασαν οι άνθρωποι της άμεσης βοήθειας, που σύμφωνα με τους πυροσβέστες έπρεπε να παρασταθούν και να μετακινήσουν τον παππού. Ακολούθησε μια ψυχοφθόρα βραδυπορία, ώσπου να διανύσουν τα ελάχιστα μέτρα από το παρκαρισμένο ασθενοφόρο έως την αυλή μας. Κάποια στιγμή επιτέλους ένας από αυτούς τρύπωσε απ’ το παραθυράκι στο μπάνιο. Και τελικά σήκωσε τον παππού μου τραβώντας τον και μιλώντας του απότομα όταν ο παππούς έλεγε πως έτσι τον πονούσε. Μετά από εκείνο το πέσιμο, τα πόδια του παππού μου άρχισαν να μην τον κρατάνε, οι δυνάμεις του έδειχναν να εξασθενούν, σαν να τις είχε ξοδέψει όλες μέσα σε δυο ώρες. Ο παππούς μου έπεσε ξανά και ξανά και πολύ σύντομα αδυνατούσε πια να σηκωθεί από το κρεβάτι.

Παρότι ο παππούς μου δεν έφτασε τα εκατό, ξέρω ότι έζησε όσο πιο πολύ μπορούσε, καθώς όταν έφυγε είχε μείνει σχεδόν η σκιά του εαυτού του. Πήγαινε καιρός που η από χρόνια σφηνωμένη βέρα γλίστρησε απ’ το δάχτυλο του κι έπεσε στο πάτωμα. Έπρεπε άλλωστε να του κάνει η ζωή αυτό το δώρο, αφού η γιαγιά μου καθώς φαινόταν δεν καταλάβαινε, να φύγει εκείνος πρώτος γιατί θα του ήταν δυσβάσταχτος ο θάνατός της, πιο πολύ κι απ’ την κατάστασή του. Όταν ο παππούς βαστιόταν ακόμη στα πόδια του, δεν άφηνε πολλή ώρα τη γιαγιά μόνη της στο δωμάτιο. «Με θέλει η γιαγιά σου έλεγε…» και έσπευδε να βρεθεί στο πλάι της. Πίστευε πως με κάποιο τρόπο ακόμα επικοινωνούσε μαζί της. Μέχρι τελευταία στιγμή μας ζητούσε να σηκωθεί γιατί είχε δουλειές να κάνει. Έπρεπε να τοποθετούμε καρέκλες στο πλάι του κρεβατιού για να μην πέσει δοκιμάζοντας να σηκωθεί, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε τοποθετούσε ο παππούς μου καρέκλες μπροστά στο ντιβάνι άμα με έπαιρνε εκεί ο ύπνος μη και δεν υπολογίσω σωστά γυρνώντας και πέσω κι εγώ ξυπνούσα και τις έσπρωχνα νευριασμένα. Τώρα ήταν ο ίδιος που έσπρωχνε τις ίδιες καρέκλες. Ο παππούς μου έλεγε μια ζωή πως «ο άνθρωπος όσο δουλεύει είναι ζωντανός».

Ο παππούς μου ήταν υδραυλικός. Μετά το σχολείο σπούδασε σε μια τεχνική σχολή και ξεκίνησε να καταπιάνεται με τα υδραυλικά. Στην πραγματικότητα όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Ο μαστρο-Νίκος έφτιαχνε τα πάντα με τα χέρια του. Ήταν δεινός τεχνίτης. Τα υδραυλικά ήταν η αιτία να γνωριστούν ο παππούς μου με τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν νεαρή κοπέλα όταν ήρθε στην Αθήνα από το Πλωμάρι της Λέσβου, ένα χωριό έξω από τη Μυτιλήνη, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε μαζί με άλλα εφτά αδέλφια. Ενώ έζησε για ένα διάστημα, διάρκειας περίπου τριών ετών στη Γαλλία. Κρατούσε πάντα φυλαγμένο στο συρτάρι του κομοδίνου της ενθύμιο ένα τετράδιο με γαλλικές λέξεις που είχε μάθει για να συνεννοείται. Μια φορά ένας νεαρός την πλησίασε και της μιλούσε γαλλικά. ‘’Je ne parle pas français’’ («Δεν μιλάω γαλλικά»), του απάντησε εκείνη. Ο νεαρός χτύπησε την παλάμη στο κούτελό του έκπληκτος. Παραμίλησε στα γαλλικά κάτι σαν «Ω, τι δυστυχία! Δεν το πιστεύω!». Η γιαγιά μου πάντα γελούσε όταν διηγούνταν αυτή την ιστορία.

Η γιαγιά μου κι ο παππούς μου γνωρίστηκαν όταν εκείνος πήγε να φτιάξει τα υδραυλικά του σπιτιού. Την ημέρα που ήταν ένα από τα πρώτα τους ραντεβού, είχαν κανονίσει στη γιαγιά μου ένα προξενιό στο σπίτι με κάποιον που την αγαπούσε και ήθελε να την παντρευτεί. Η γιαγιά μου που όποιος την ήξερε θα συμφωνούσε πως ήταν μάλλον κάθε άλλο παρά επαναστάτρια, τον παράτησε σύξυλο και πήγε να συναντήσει τον παππού μου. Εκείνος ο άντρας, που παντρεύτηκε τελικά κάποια άλλη, εξακολουθούσε να ρωτάει για ‘κείνη για πολλά χρόνια μετά.

Το σπίτι μας το έφτιαξαν ο παππούς με τη γιαγιά μου, αφού αγόρασαν πρώτα το κομμάτι του οικοπέδου και εξακολουθούσαν όλα τα χρόνια να το φροντίζουν και να το συντηρούν οι ίδιοι. Ο παππούς μου έφτιαξε ο ίδιος τα υδραυλικά και τα καλοριφέρ, τα κουδούνια και τις κεραίες, τοποθέτησε ντουλάπια και πλακάκια κ.ά., ενώ δημιούργησε κι ένα σύστημα επικοινωνίας για να επικοινωνούν το πάνω και το κάτω διαμέρισμα μεταξύ τους, το «εσωτερικό» όπως το ονομάζαμε. Περίπου ένα χρόνο αφότου παντρεύτηκαν έκαναν την κόρη τους, δηλαδή τη μητέρα μου που είναι μοναχοπαίδι όπως κι εγώ.

Οι δυο τους ήταν νοικοκύρηδες άνθρωποι. Ακόμα στο σπίτι τους είναι όλα οργανωμένα με προσοχή και τακτοποιημένα. Ο παππούς μου πάντα έτρεχε για όλα, για το σπίτι, για τα ψώνια, για τους λογαριασμούς και τις δουλειές στις δημόσιες υπηρεσίες, για τα μαστορέματα, για ό,τι χρειαζόταν να γίνει ή προέκυπτε εξαπίνης. Απ’ το πρωί που θα ξυπνούσε στις πέντε και θα ‘βγαινε στο σκαλοπάτι της εξώπορτας να καλημερίσει την κόρη του που έφευγε για τη δουλειά, μέχρι το βράδυ που θα «‘πεφτε», ανάμεσα κανόνιζε τις «δουλειές του», που είχαν μεγάλο εύρος. Απ’ τις δουλειές του σπιτιού στο σχολείο να μου φέρει το κολατσιό στο πρώτο μεγάλο διάλλειμα αγορασμένο φρέσκο κι αχνιστό, μόλις ξεφουρνισμένο από το φούρνο απέναντι, το φούρνο της κυρα-Μαρίας όπως τον λέγαμε στο σπίτι μας, - στη λαϊκή, στο σούπερ μάρκετ, στην τράπεζα, στις υπηρεσίες για λογαριασμούς και γραφειοκρατικά όλων μας, πότε-πότε στο Μοναστηράκι να ψωνίσει κάτι που θα χρειαζόταν για τα μαστορέματά του ή για ν’ αλλάξει μπαταρία στο ακουστικό της γιαγιάς, που όταν τον έβλεπε να στρίβει απ’ την κουζίνα φορτωμένος με τις τσάντες ή σέρνοντας το καρότσι της λαϊκής, έτρεχε να του ανοίξει απ’ την πίσω πόρτα της κουζίνας κι αναφωνούσε ενθουσιασμένα «Ήρθε ο κουβαλητής μας!». Όταν ανακάλυπτε πως μου άρεσε κάτι έσπευδε να μου το πάρει στο πολλαπλάσιο και να γεμίσει τα ντουλάπια αποθέματα. Μπορεί να γυρνούσα με τη γιαγιά στο σπίτι από το σχολείο κι ο παππούς μόλις να ‘χε τελειώσει τις δουλειές του κι ήθελε να ξεκουράσει το πόδι του και την κοίλη του, που σήμαινε να ξαπλώσει στη θέση του στο ντιβάνι απέναντι απ’ την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ ανά χείρας, ώσπου να τον πάρει ο μεσημεριανός υπνάκος του και άμα ζητούσα κάτι, ντυνόταν, έβγαινε από το σπίτι κι έτρεχε να μου το φέρει. Κάποιες φορές τον έστελνα στην πλατεία να μου παίρνει φαΐ από το φαστφουντάδικο. «Για την εγγόνα μου», έλεγε στο προσωπικό του ταχυφαγείου.

«Όσο δουλεύει ο άνθρωπος είναι ζωντανός», συνήθιζε να λέει. Κάθε καλοκαίρι ο παππούς φορούσε ‘’τα ρούχα της δουλειάς’’ του, όπως τα αποκαλούσε και με τη βοήθεια της γιαγιάς έβαφε όλο το σπίτι μέσα κι έξω, τους μαντρότοιχους, τα κάγκελα κι όλα τα σιδερένια τραπεζοκαθίσματα της αυλής. Κλάδευε τον κισσό και τα δέντρα μας και καθάριζε τα φρεάτια. Βασικά στοιχεία της στολής εργασίας του ήταν μία ολόσωμη μπλε φόρμα γεμάτη λερώματα από ξεραμένη μπογιά λευκή και πράσινη και ένα τζόκεϊ καπελάκι που φορούσε με το γείσο πίσω. Είναι σαν να τον βλέπω να δουλεύει στην αυλή μας αδύνατο, με τα ψαρί μαλλιά του να προεξέχουν λίγο απ’ το καπέλο και το ζεστό χαμογελαστό του βλέμμα φορεμένο στο φωτεινό του πρόσωπο. Κάθε καλοκαίρι ο παππούς κι η γιαγιά πήγαιναν διακοπές στην Ικαρία για να κάνει ο παππούς λουτρά, όπως του είχε συστήσει ο γιατρός για το πόδι του. Ο παππούς μου ψώνιζε μπισκότα και πατατάκια που άρεσαν στη γιαγιά για το ταξίδι. Ασφάλιζε τα παντζούρια από μέσα με σύρμα και κάλυπτε τα σιφώνια με αυτοκόλλητη ταινία. Έδενε τις βαλίτσες με χταπόδια και ιμάντες αποσκευών τοποθετημένες πάνω στο τρέιλερ μεταφοράς που χρησιμοποιούσε πάντα σ’ εκείνα τα ταξίδια τους κι εγώ μια εποχή το χρησιμοποιούσα για να μεταφέρω την σχολική μου σάκα στο σχολείο. Θυμάμαι πάντα να τους ξεπροβοδίζω, να τους εύχομαι «καλό ταξίδι» και να τους βλέπω να στρίβουν στη στροφή του στενού μας για να κατηφορίσουν προς το σταθμό του ηλεκτρικού. Ο παππούς μου με το χαρακτηριστικό βάδισμά του να σέρνει τη βαλίτσα και η γιαγιά μου, εμφανώς αρκετά κοντύτερη του, να βαδίζει πιο αργά λίγο πιο πίσω στα δεξιά του βαστώντας μια ελαφρύτερη τσαντούλα. Όταν έλειπαν στις διακοπές τους, πότιζα τα φυτά και σκούπιζα τις αυλές στη θέση τους. Το περασμένο καλοκαίρι που επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ικαρία πήγα κι εγώ στα Θέρμα. Έμεινα ξυπόλυτη και περπάτησα επαναλαμβανόμενα όλη την παραλία εκεί που σκάει το κύμα από τη μια άκρη ως την άλλη, όπως θυμάμαι να μου λέει πως συνήθιζε να κάνει για γυμναστική η γιαγιά μου, όσο ο παππούς ήταν στα λουτρά.

Με τα χρόνια είχαν εδραιώσει οι δυο τους κάποιες συνήθειες, σαν τελετουργικά ή μικρά ενδοοικογενειακά έθιμα. Κάθε καλοκαίρι έφτιαχναν λικέρ από βύσσινο. Το έβαζαν σε ένα γυάλινο μπουκάλι στην ταράτσα σκεπασμένο μ’ ένα τούλι μέχρι να ωριμάσει και στη συνέχεια το αποθήκευαν και το ‘πιναν όλο το χρόνο. Του Αγίου Νικολάου, ο παππούς μου πήγαινε στον Άι Νικόλα κι έπαιρνε γαλακτομπούρεκο. Κάθε Πάσχα έφτιαχναν κουλουράκια και κάθε Χριστούγεννα βασιλόπιτα. Έφτιαχναν πάντα την ίδια συνταγή και πάντα ο παππούς μου επέμενε να κάνει όπως λέμε ‘’τα δικά του’’, αύξανε αυθαίρετα τις δόσεις σε όσα και όποια υλικά έκρινε ο ίδιος… η γιαγιά μου αγχωνόταν κι αναστάτωναν το σπίτι. Μ’ έναν περίεργο τρόπο τα πασχαλινά γλυκά εδέσματα και η πίτα πετύχαιναν πάντα. Αφού πασπάλιζαν τη βασιλόπιτα με ζάχαρη άχνη, τη στόλιζαν κάθε φορά με αμύγδαλα σχεδιάζοντας τον τετραψήφιο αριθμό του νέου έτους.

Με τον παππού παίζαμε κάθε λογής παιχνίδι. Από τα αγαπημένα μου ήταν το κρυφτό, το ποδόσφαιρο, τα επιτραπέζια και τα παιχνίδια με χαρτιά, όπως η κολιτσίνα, η ξερή, η τριανταμία και το να ρίχνουμε πασιέντζες, που ο παππούς μου αφιέρωνε κάθε φορά σε κάποιο πρόσωπο της οικογένειάς μας και αν η πασιέντζα «έβγαινε» τότε αυτό το πρόσωπο που είχε ονοματίσει θα ‘χε καλή τύχη. Μας άρεσε να παρακολουθούμε μαζί βιντεοκασέτες, συχνά του διάβαζα σελίδες από το ημερολόγιό μου και μερικές φορές τον βοηθούσα να βελτιώσει τη γραμματική του. Κατάλαβα πως μάθαινε με μεγάλη ευκολία τα πάντα, είτε είχαν να κάνουν με τη δεξιοτεχνία του μάστορα, είτε με τη γλώσσα και τη θεωρία, είτε με την τεχνολογία.  

Ο παππούς μου κι εγώ είχαμε πολλά δικά μας πράγματα, που κάναμε μαζί αποκλειστικά εκείνος κι εγώ. Ένα απ’ αυτά ήταν την ώρα του φαγητού να μου αφηγείται ιστορίες, κυρίως από τα παιδικά του χρόνια. Οι ιστορίες ήταν πάντα οι ίδιες και ο παππούς μού τις εξιστορούσε με τα ίδια ακριβώς λόγια ξανά και ξανά… Ζέσταινε το φαγητό στην ψηστιέρα, έπειτα του έκανε αέρα για να κρυώσει με ένα περιοδικό, συχνά ‘’Μίκυ Μάους’’ ή φυλλάδιο που πάντα θα βρισκόταν τριγύρω κι ύστερα καθόταν δίπλα μου κι εγώ διάλεγα μια ιστορία για να μου διηγηθεί. Αν η ιστορία έφτανε στο τέλος και δεν είχα αποφάει, συνέχιζα να διαλέγω ιστορίες κι ο παππούς να τις αφηγείται μέχρι να τελειώσω το φαγητό μου.

Μέσα στις ιστορίες του παππού μου ήταν: α) Αυτή που κρεμάστηκε απ’ την κληματαριά, όταν ενώ η υπόλοιπη οικογένεια κοιμόταν στην αυλή στρωματσάδα, ο παππούς μου σηκώθηκε και πήγε να κόψει να φάει μια ρώγα από ένα τσαμπί σταφύλι. Όπως πάσχιζε να το φτάσει, τεντώθηκε τόσο που τα πόδια του άφησαν το έδαφος και βρέθηκε κρεμασμένος στην κληματαριά, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια των μελών της οικογένειάς του. Όταν τον αντιλήφθηκε ο πατέρας του, τού φώναξε «Κρατήσου ρε κερατά! Έρχομαι!» και όρμησε να τον σώσει. Ο παππούς μου καθώς διηγούνταν αυτή τη σκηνή έκανε πάντα μπουνιά το χέρι του, έσφιγγε τα δόντια και το πρόσωπό του έπαιρνε τον ίδιο έντονο μορφασμό, όταν έλεγε τη φράση. β) Αυτή με τη βίτσα, που εξιστορούσε πως η γιαγιά του δεν τους άφηνε ποτέ να πίνουν νερό κατά τη διάρκεια του φαγητού. Επέβλεπε τα εγγόνια της την ώρα που έτρωγαν και όποιος άπλωνε το χέρι στο ποτήρι, είχε μια βίτσα και του χτυπούσε το χέρι μ’ αυτή. Ο παππούς μου που πάντοτε έτρωγε πολύ γρήγορα, πιο γρήγορα απ’ όλους, κάποια φορά που είχε τελειώσει το φαγητό πήγε να πιει νερό αλλά η γιαγιά του δεν είχε προσέξει πως είχε αδειάσει το πιάτο του και τον χτύπησε με τη βίτσα της. Ο παππούς μου πάντα σ’ αυτό το σημείο έσκουζε «Ωχ!», πεταγόταν πάνω σαν αντανακλαστικά και βαστούσε το χέρι του. «Αφού τελείωσα», της είχε πει και της είχε δείξει το πιάτο. Μαλακώνοντας τη φωνή του τώρα, έδειχνε πως του κατένευσε «εντάξει» και τον άφησε να πιει νερό αναγνωρίζοντας το λάθος που είχε κάνει. γ) Αυτή που τον κυνήγησε η γιαγιά του. Εδώ ο παππούς μου εξιστορούσε πως μια φορά που τσακώθηκε με τη γιαγιά του και καθυστερούσε σκόπιμα εξαιτίας αυτού να επιστρέψει σπίτι, εκείνη βγήκε και τον κυνήγησε στα χωράφια. Κι όταν ο μικρός παππούς πήδηξε τη μάντρα για να της ξεφύγει, έκανε κι εκείνη το ίδιο. Ο παππούς μου περιέγραφε πόσο έκπληκτος είχε νιώσει βλέποντας τη γιαγιά του, που ήταν ένα ανθρωπάκι «τόσο δα, μια σπιθαμή» και στο γάμο της είχε ανέβει σε σκαμπό για να φτάσει το γαμπρό, να πηδάει τη μάντρα και να τον καταδιώκει. Το βράδυ που τελικά ο παππούς επέστρεψε σπίτι τον περίμενε και τα βρήκανε. δ) Αυτή με τον Γερμαναρά που τον κυνήγησε. Οι ιστορίες αυτές διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο της ελληνικής κατοχής. Ο παππούς μου σαν παιδάκι κάποιες φορές έκανε κάτι μικροδουλειές για έναν Γερμανό, πολύ ψηλό και μεγαλόσωμο που φώναζε πότε-πότε εκείνον και κάποια άλλα παιδιά να τον εξυπηρετήσουν. Μια φορά έγινε κάποια παρεξήγηση στη συνεννόηση επειδή ο Γερμανός δεν μιλούσε ελληνικά κι ο παππούς μου γνώριζε ίσα-ίσα λίγες γερμανικές λέξεις και φράσεις για να συνεννοείται. Ο Γερμανός τον πλησίασε και ο παππούς μου που ήταν πολύ γρήγορος στα πόδια, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, έγινε «καπνός»! Ο Γερμανός τον κυνηγούσε για να τον δείρει με μια βέργα! Ο παππούς κρύφτηκε σε μια αποθήκη πίσω από κάτι τενεκέδες με μπογιά και κάτι παλιοπράματα. Ο Γερμανός μπήκε κι εκείνος στην αποθήκη. Αρχικά δεν τον είχε δει. Ο παππούς μου πετάχτηκε να το σκάσει, έφαγε κάνα-δυο ξώφαλτσες στα πόδια που τον πόνεσαν αλλά του ξέφυγε. Την επόμενη μέρα ο παππούς μου έπαιζε στην αλάνα με κάτι πετραδάκια, ο Γερμανός τον είδε, τον πλησίασε και του ζήτησε «συγγνώμη». δ) Αυτή με το σκύλο του Γερμαναρά, που ήταν ένας σκύλαρος τεράστιος που του γάβγιζε και κάτι πρέπει να έγινε με το Γερμανό που δεν μπορώ να θυμηθώ. ε) Αυτή που τους σταμάτησαν οι Γερμανοί με το καρότσι που επέστρεφαν με τον πατέρα του και τον αδερφό του απ’ τη δουλειά και τους πήραν τα ξύλα αλλά οι ίδιοι τη γλίτωσαν. Ο παππούς είχε έναν αδερφό και τρεις αδελφές. στ) Αυτή που κάποιοι τους πετροβολούσαν και ο παππούς με τον αδερφό του κρύφτηκαν κάτω απ’ το καρότσι με τα ξύλα κι έτσι σώθηκαν. Εκείνοι που τους πετροβολούσαν μετέφεραν κι οι ίδιοι ξύλα και τους έβλεπαν ανταγωνιστικά. Όταν γύρισαν σπίτι και το έμαθε ο πατέρας τους πήγαν μαζί την άλλη μέρα και παραπονέθηκε ο ίδιος και έτσι δεν τους ξαναπείραξαν. ζ) Αυτή που μια ηλικιωμένη κυρία που γνώριζε τον παππού μου και πότε-πότε τον φίλευε κάτι, έδειξε στον μικρό παππού πώς να σηκώνεται με τα ξύλα στην πλάτη παίρνοντας στάση οκλαδόν. η) Αυτή με το γαϊδούρι με το λυτό σαμάρι που παραλίγο να πέσει ο παππούς στον γκρεμό γιατί ο άλλος που ήταν μαζί του, τού είπε πως ήξερε να σελώνει το ζώο αλλά καθώς φάνηκε δεν ήξερε και δεν έδεσε το σαμάρι από κάτω, με αποτέλεσμα αυτό σε ένα απότομο σημείο που βάδιζε το γαϊδούρι στην άκρη του γκρεμού να γλιστρήσει από τη ράχη με τον παππού μου επάνω και να γυρίσει ανάποδα. η) Αυτή με τα ζώα τους που είχαν κι ένα σκύλο μεγάλο σαν γουρούνι που ο παππούς όταν ήταν μικρός τον καβαλούσε και ο σκύλος του τον έκανε βόλτα. θ) Αυτή που περιέγραφε πώς δούλευαν στο εργοστάσιο καπνοβιομηχανίας που εργαζόταν μικρός. ι) Μια σύντομη ιστορία που ο παππούς διηγούνταν πως αν στεκόταν στη μια μεριά έβρεχε και στην άλλη, σε λίγα μέτρα απόσταση όχι. Ο παππούς μου ήξερε να προβλέπει τον καιρό παρατηρώντας τα στοιχεία της φύσης, τον ήλιο, τα σύννεφα, τα καιρικά φαινόμενα κι επίσης να τα χρησιμοποιεί σαν πυξίδα. «Ο καιρός αλλάζει στις δώδεκα το μεσημέρι και στις εφτά το απόγευμα», έλεγε. ια) Αυτή που τον χτύπησε ο πατέρας του μία και μοναδική φορά στη ζωή του με τη ζώνη και μετά στεναχωρήθηκε, του ζήτησε «συγγνώμη» και δεν το ξανάκανε και ιβ) αυτή που τον χτύπησε η δασκάλα του με το κεφάλι στον τοίχο πιάνοντάς τον από το τσουλούφι επειδή δεν ήξερε το μάθημα, μια εποχή που τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο κυρίως για να τους δώσουν ένα κομμάτι ψωμί και λίγο γάλα. Κι εκείνη του ζήτησε «συγγνώμη» και δεν τον ξαναχτύπησε. ιγ) Αυτή που έφτιαχναν χαρταετούς με τον αδερφό του και τους φίλους τους και τους πετούσαν. Σ’ αυτή την ιστορία ο παππούς μου, μού διηγούνταν πώς κατασκεύαζαν αϊτούς χρησιμοποιώντας καλάμια και ξυλάκια για το σκελετό. Ένωναν με αλευρόκολλα. Έφτιαχναν για τους αετούς ουρά και σκουλαρίκια. Ο παππούς μου, μού περιέγραφε πώς ήταν κάθε αετός που έφτιαχναν. Οι ονομασίες που θυμάμαι ακόμη είναι η σαΐτα και το μικρό το σμυρνάκι. Ένας ήταν ο εξαγωνικός αετός, ο πιο συνηθισμένος στις μέρες μας. Η σαΐτα ή ψαλίδα είχε το σχήμα σαΐτας εξ ου κι η ονομασία της. Και το σμυρνάκι, αλλιώς τσερκένι με καταγωγή από τη Σμύρνη με σχήμα σαν ανεστραμμένη σταγόνα. ιδ) Αυτή που ένας εργαζόμενος στην ίδια οικοδομή που δούλευε ο παππούς μου, τον παρακαλούσε να του δώσει μια σφαλιάρα επειδή κυκλοφορούσε η φήμη πως ο παππούς μου είχε πολύ μεγάλη δύναμη στα χέρια και ήθελε να το διαπιστώσει.

Ο παππούς μου εκτός από ψυχική, είχε και περίσσια φυσική δύναμη. Τα χέρια του τα έλεγαν τανάλιες επειδή φημιζόταν για τη δύναμη που είχε στα χέρια. Θυμάμαι εκείνο το πρωί, λίγο πριν φύγω για το σχολείο, που κάποιος ληστής τον ακολούθησε από την τράπεζα ως το σπίτι και λίγα μόλις βήματα προτού περάσει την αυλόπορτα, του επιτέθηκε για να του αποσπάσει το χρηματικό ποσό που είχε κάνει ανάληψη. Ο παππούς μου όταν τον αντιλήφθηκε έβαλε το χέρι στην τσέπη και έσφιξε τη γροθιά του πάνω στα λεφτά. Έσφιγγε τόσο δυνατά το χέρι του που ακόμα και όταν ο κλέφτης του έριξε χημικό σπρέι μες στα μάτια και ο παππούς μου γονάτισε, του ήταν αδύνατο να βγάλει το χέρι του παππού μου από την τσέπη, τόσο που αναγκάστηκε να του σκίσει το μπατζάκι του παντελονιού μέχρι το γόνατο για να ελευθερώσει τα χρήματα.

Ο παππούς μου φορούσε πάντα ένα φυλαχτό, το οποίο έλεγε πως στο εσωτερικό του (κάποτε άνοιγε ένα μικρό συρταράκι που με τα χρόνια είχε γίνει ένα με το σώμα του φυλαχτού και ήταν αδύνατο να ανοίξει) είχε ένα κομμάτι τίμιο ξύλο. Το είχε πάντα περασμένο σε μια αλυσίδα στο λαιμό του. Πάντοτε έβαζε τη φανέλα του μέσα από το παντελόνι ή το σορτς, ώστε αν τυχόν κοβόταν η αλυσίδα, επ’ ουδενί να μην το χάσει. Το έβγαζε από πάνω του μόνο για να κάνει μπάνιο κι έτσι και το άφηνε κάπου και μετά δεν το έβρισκε, αναστατωνόταν και δεν ησύχαζε μέχρι να το βρει. Το φυλαχτό τού το είχε δώσει η μητέρα του και πίστευε πως αυτό το παλιό μενταγιόν, που το σχήμα του ομοιάζει με το σύμβολο μπαστούνι από τις κάρτες της τράπουλας, τον προστάτευε.

Η εικόνα που έχω για την προγιαγιά μου την Ειρήνη, τη μητέρα του παππού μου, είναι αυτή μιας γυναίκας που ήταν μπροστά από την εποχή της. Πέθανε λίγο πριν γεννηθώ. Θα ‘θελα πολύ να την είχα γνωρίσει, ακόμα κι αν ήμουν τόσο μικρή που δεν θα τη θυμόμουν συνειδητά. Σκέφτομαι πως μπορεί να της μοιάζω. Κι εγώ ένιωθα πάντα τον εαυτό μου σαν έναν άνθρωπο από μια εποχή που δεν έχει έρθει ακόμη, δηλαδή σαν κάποια μπροστά απ’ την εποχή της. Ο προοδευτικός έχει τη μοίρα να ζει σε μια εποχή πίσω από ‘κείνον και ειρωνικά συγχρόνως σε μια εποχή που δεν έχει έρθει ακόμη κι όταν φτάσει εκείνος θα ‘χει φύγει. Αυτή είναι η καταδίκη του. Έχει όμως και μια γοητεία αυτή η καταδίκη.    

Η γιαγιά μου η Δέσποινα, δεν είχε να λέει πολλές δομημένες ιστορίες, όπως ο παππούς μου. Είχε αυτή που κάποιος της έδωσε μια καραμελίτσα όταν ήταν μικρή κι εκείνη έβαλε το χρυσόχαρτο μπρος στα μάτια της και περπατούσε διασκεδάζοντας επαναλαμβάνοντας: «Δε βλέπω…! Δε βλέπω…!», ώσπου γλίστρησε σ’ ένα γκρεμό και ευτυχώς έπιασε και κρεμάστηκε από ένα κλαδί μάλλον, που προεξείχε μέχρι να την τραβήξουν πάνω. Είχε κι αυτή με τα παιχνίδια που έπαιζε με τις φίλες της στο χωριό, που έφτιαχναν ένα «εκκλησάκι». Έλεγε όμως πολλά τραγούδια, ποιήματα, στιχάκια και άλλες παγιωμένες διηγήσεις με λαογραφικό χαρακτήρα. Με τη γιαγιά πριν ακόμα ξεκινήσω να πηγαίνω σχολείο, καθόμασταν μπροστά στην μπαλκονόπορτα και τραγουδούσαμε κι όταν πλησίαζε η ώρα, η γιαγιά μού έλεγε «Για να δούμε ποιος θα μας θυμηθεί πρώτος;», που σήμαινε ποιος από την οικογένεια θα επιστρέψει πρώτος στο σπίτι. Η γιαγιά με πηγαινοέφερνε στο πάρκο, όπου μαζεύαμε πεσμένα φτερά από πουλιά και μικρά κουκουναράκια που έπεφταν απ’ τα δέντρα και μπλέκονταν με τα χαλίκια∙ και στο σχολείο.

Με τη γιαγιά είχαμε επίσης τα δικά μας πράγματα, που κάναμε αποκλειστικά μαζί οι δυο μας. Όσο ο παππούς ήταν έξω για τις δουλειές του ή ξεκουραζόταν στο ντιβάνι του, η γιαγιά κι εγώ ράβαμε τα κουμπιά μας, που τα ‘χαμε φυλαγμένα σε τσίγκινα κουτιά από μπισκότα, σε πετσετάκια. Καθόμασταν στο τραπέζι της αυλής και ταΐζαμε τα μυρμήγκια με ψίχουλα από βουτήματα και ψωμί και τα παρατηρούσαμε να μεταφέρουν τα θρύψαλα στη φωλιά τους, σκάζαμε όλες τις φυσαλίδες από τα ‘’αεροπλάστ’’ που φυλούσε η γιαγιά και φτιάχναμε χειροτεχνίες από φύλλα εφημερίδας και γυαλιστερές σελίδες διαβασμένων περιοδικών. Ο παππούς ήξερε να φτιάχνει χαρταετούς αλλά η γιαγιά ήξερε να κάνει εντυπωσιακά πράγματα από χαρτί, όπως βαρκούλες με πανιά (μια εξελιγμένη έκδοση της κλασικής χάρτινης βαρκούλας), βατραχάκια που πηδούσαν, πορτοφολάκια, τσαντάκια και καπέλα.

Πάντα αγαπούσα τις ιστορίες. Απ’ τα αγαπημένα μου βιβλία ήταν οι ‘’Ιστορίες του παππού χωρίς μουστάκι’’[i] από τη Φιλίσα Χατζηχάννα αλλά και ‘’Ο Ψεύτης Παππούς’’[ii] της Άλκης Ζέη. Στο μυαλό μου ταύτιζα τις ιστορίες στ’ αναγνώσματα με τον παππού το Νίκο. Κάτι που εξακολούθησα να κάνω και μετά το θάνατο του διαβάζοντας το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού ‘’Το μόνον της ζωής του ταξείδιον’’[iii]. Και δεν ήταν λοιπόν, τυχαίο που στο βιβλίο ‘’Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας’’[iv] ο ήρωας έτρεμε τα πεσίματα.

Ο παππούς μου άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Σωτηρία, στο τμήμα του πνευμονολογικού μια Καθαρά Δευτέρα. Αυτό το μέρος που βουλιάζει στην αγκαλιά των πεύκων… με τόσα δέντρα, τόσους σκύλους και γάτες τριγύρω, σαν ξεχασμένο σε άλλη εποχή… Σε ποια δεν ξέρω. Ίσως στην εποχή της Πολυδούρη. Οξύμωρο! Αν εξαιρέσεις ότι πρόκειται για νοσοκομείο, δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι ωραίο μέρος για να πεθάνει κανείς ή ωραίο μέρος για να ζήσει.

Πρόλαβα να τον δω για τελευταία φορά. Την επόμενη μέρα της επισκέψεώς μου, ίσως ήταν και την ίδια, ενόψει της πανδημίας απαγορεύτηκε η είσοδος στα νοσοκομεία, μέσα στα εσπευσμένα μέτρα που πάρθηκαν από την κυβέρνηση και στόχο είχαν την αποφυγή της εξάπλωσης του ιού στη χώρα, που ακολούθησαν την είδηση της εισόδου του ιού στην Ελλάδα με τον εντοπισμό του πρώτου επιβεβαιωμένου κρούσματος στη Θεσσαλονίκη. Η κόρη του, τού έκλεισε τα μάτια με τον ίδιο τρόπο που είχε κλείσει κι εκείνος κάποτε τα μάτια του πατέρα του, όπως έλεγε με περηφάνια σε μια απ’ τις ιστορίες του.

Στο μυαλό μου οι Καθαρές Δευτέρες είναι και θα είναι πάντα συνδεδεμένες με τον παππού μου. Όχι επειδή πέθανε μια τέτοια μέρα. Η Καθαρά Δευτέρα ήταν πάντα η μέρα του παππού μου. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ξυπνούσαμε από νωρίς, παίρναμε τον χαρταετό κι ο παππούς μου έφτιαχνε τα ζύγια, έδενε τις ουρές τη μία με την άλλη και την τελική αλυσίδα ένωνε με τον χαρταετό, τύλιγε σφιχτά τον σπάγκο στο καρούλι της καλούμπας. Ο παππούς μου ήταν ειδικός στο πέταγμα του αετού. Πάντα μετά το οικογενειακό τραπέζι -συνήθως τρώγαμε στο σπίτι των Κρητικών παππούδων μου Νίτσα και Παναγιώτη, των γονιών του πατέρα μου, στους οποίους μια εποχή επέλεγα να μένω κάθε ‘’Παρασκευο-σαββατοκύριακο’’ μετά το σχολείο λες και κάπου μέσα μου γνώριζα πόσο σημαντικό είναι να περνάω παραπάνω χρόνο μαζί τους και με τους οποίους κάναμε μαζί διακοπές τα καλοκαίρια στο σπίτι μας στην Κρήτη- ο πατέρας μου, εγώ κι ο παππούς πηγαίναμε στο Βέικο να πετάξουμε τον αετό. Σπανιότερα ακολουθούσε κι ο άλλος μου παππούς, ο Παναγιώτης. Ο παππούς ο Παναγιώτης δεν έλεγε ιστορίες, όπως ο παππούς ο Νίκος, αν και είμαι βέβαιη πως αν το ήθελε θα ‘χε πολλές να διηγηθεί από την εποχή που ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο. Μόνο το ανέκδοτο με το λιοντάρι ήθελε να λέει, που τον έκανε να λύνεται κάθε φορά στα γέλια.

Σκαρφαλώναμε ως το σημείο μας. Βρίσκαμε το κατάλληλο πλάτεμα. Μακριά από ηλεκτροφόρα σύρματα και όσο γινόταν μακριά από τα απειλητικά σχοινιά των άλλων χαρταετών, που συχνά-πυκνά μπλέκονταν μεταξύ τους με αποτέλεσμα να τρέχουμε από αμφότερες πλευρές να τους ξεπλέξουμε. Αν θέλεις να γνωρίσεις κάποιον δεν έχεις παρά να μπλεχτείς στο σχοινί του αετού του με τον δικό σου. Κάποιος από μας έκανε κεφάλι και ο παππούς μου ανέβαζε τον χαρταετό χωρίς να μετακινείται από τη θέση του. Όσοι δεν ξέρουν να πετάνε με μαεστρία, συνηθίζουν να τρέχουν προκειμένου να τον ανεβάσουν. Όμως, το κόλπο είναι να στέκεσαι σ’ ένα σημείο απέναντι απ’ τον αετό και να τον καλοπιάνεις - να τον αποπλανείς - να τον χαλιναγωγείς ωθώντας τον σε κοφτές παλινδρομικές κινήσεις. Ο παππούς μου καταλάβαινε πότε αυτές οι κινήσεις έπρεπε να ‘ναι μικρότερες και πότε μεγαλύτερες ή εντονότερες και πόσο χρόνο ν’ αφήνει κάθε φορά ανάμεσα στη μια εξωθούμενη παλινδρόμηση από την άλλη παρατηρώντας τις αντιδράσεις του αετού. Γρήγορα ο χαρταετός έπιανε να σηκώνεται και ν’ ανεβαίνει κι η δύναμη του αέρα τον τραβούσε αμέσως πάνω στον ουρανό. Όποιος έχει πετάξει χαρταετό δεν μπορεί να ξεχάσει την αίσθηση της καλούμπας που ξετυλίγει τον κορμό της και ελευθερώνεται λίγο-λίγο, χιλιοστό το χιλιοστό μέσα στα χέρια σου και ανυψώνεται στον ουρανό πονώντας σου γλυκά τη σάρκα της παλάμης. Εκείνες τις στιγμές κυριολεκτικά μοιάζει να κρατάς όλη τη δύναμη του ανέμου στα χέρια σου, μες στη χούφτα σου. Όταν ο αετός ανέβαινε αρκετά ψηλά και σταθεροποιούνταν σαν καρφιτσωμένος στον ουρανό, μόνο τότε άλλαζε χέρια και ανυπόμονα έπαιρνα κι εγώ τη σειρά μου να τον πετάξω. Ο παππούς μου έκρινε τι χρειαζόταν για να ανέβει ο αϊτός ψηλότερα. Προσθέταμε ή αφαιρούσαμε ουρές όποτε χρειαζόταν, που κάποιες φορές σήμαινε πως ο αετός έπρεπε να κατέβει και να ξανανέβει. Ο παππούς τού έδινε κι άλλη ώθηση, όση έπαιρνε. Με τα χρόνια είχαμε δημιουργήσει μια τεράστια ουρά και μια ακόμη πιο μεγάλη καλούμπα, ενώνοντας τους σπάγκους από πολλές διαφορετικές καλούμπες μεταξύ τους και δεν σταματούσαμε μέχρι να ξετυλιχτεί ολόκληρη. «Αμόλα καλούμπα!» φωνάζαμε σε όποιον τον πετούσε κάθε φορά που ο αετός τραβούσε. Όταν ο αετός ήταν πολύ ψηλά κάποια στιγμή αποφασίζαμε να του στείλουμε γράμμα, το λεγόμενο ‘’γραμματάκι’’, όπως το ονόμαζε ο παππούς μου. Το ‘’γραμματάκι’’ το έφτιαχνε ο παππούς αλλά είναι απλό να το φτιάξει ο οποιοσδήποτε. Αποτελούνταν από δυο χαρτονένια φύλλα αρκετά σκληρά ώστε να μην σκιστούν από τον αέρα, κολλημένα ίσα μεταξύ τους, κομμένα σε κυλινδρικό σχήμα με μια τρύπα στη μέση, δηλαδή σαν ντόνατ, μόνο λεπτό σαν φλοίδα. Όταν ο χαρταετός είναι ψηλά στον ουρανό, άμα περάσεις το ‘’γραμματάκι’’ μες στην καλούμπα, αρκεί να το σπρώξεις ελαφρά προς τα πάνω κι ο αέρας θα το τραβήξει και θα τ’ ανεβάσει σ’ όλο το μήκος του σπάγκου της καλούμπας ως τον χαρταετό… Ως τον ουρανό. Μπορείς φυσικά να γράψεις στο ‘’γραμματάκι’’ ό,τι θέλεις. Ξέρω πως όλα τα παιδιά πίστευαν πως ο αετός τους πήγαινε πιο ψηλά απ’ όλους αλλά ο δικός μας πράγματι πήγαινε. Ακόμα κι όταν μεγάλωσα αρκετά και κάποιες φορές πετούσα τον αετό με φίλους, ο παππούς μου εξακολουθούσε να ‘χει την τιμητική του. Σ’ εκείνον έτρεχα να μου φτιάξει τα ζύγια και να μου δώσει οδηγίες για το πέταγμα.

Η γιαγιά μου άφησε τη δική της (τελευταία πνοή) τον επόμενο δεκαπενταύγουστο, την ημέρα της γιορτής της και μέρα της Παναγιάς, σε ηλικία ογδόντα επτά ετών, μια δεκαετία περίπου μετά την πρώτη διάγνωση. Πήρε πολύ λιγότερο χρόνο να χάσει τον εαυτό της μέσα της. Ο θάνατός της θα επισφραγίσει και το δικό του θάνατο - ένας δεύτερος θάνατος για ‘κείνον κι όλους τους προηγούμενους θανάτους. Μια εποχή τερματίζει οριστικά την πορεία της στον χρόνο πετώντας μας απ’ έξω με βία, δίχως έλεος.

Στις κηδείες τους φόρεσα λευκά - όχι μαύρα. Όχι τόσο επειδή σε κάποιους πολιτισμούς είθισται να φοράνε λευκά, καθώς το λευκό αναγνωρίζεται ως χρώμα πένθους αλλά βασικά για να τιμήσω τη μνήμη τους γιορτάζοντας τη φωτεινή ζωή τους και την λαμπρή απήχηση τους στον κόσμο. Σε κανέναν απ’ τους δύο δεν άρεσαν τα μαύρα. Στην κηδεία της γιαγιάς μου φόρεσα άρωμα γιασεμί. Η γιαγιά όταν ετοιμαζόταν να πάει κάποια επίσκεψη έβαζε άρωμα γιασεμί. Εκείνη μύριζε γιασεμί και ο παππούς μοσχοβολούσε λεμόνι. Ύστερα «…Να βάλουμε και λίγο κραγιονάκι» έλεγε και τοποθετούσε το κοκκινωπό χρώμα στα χείλη της παρατηρώντας την αντανάκλαση της στον καθρέφτη. Έπειτα πάντα συμπλήρωνε με το χωρατό: «Όμορφος είμαι, καλός είμαι αλλά για δες μια μάτα!».

Την τελευταία φωνή ο παππούς μου την έβγαλε για ‘μένα. Η ξαδέρφη της είπε στη μητέρα μου, τη μέρα που πέθανε ο παππούς, πως δεν με μεγάλωσε σαν εγγονή αλλά σαν δεύτερο παιδί του. Και εγώ έτσι τους αντιλαμβανόμουν τους γονείς της μητέρας μου, σαν δεύτερους γονείς μου. Κι η γιαγιά μου πάντα έλεγε για ‘μένα την παροιμία: «Του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου» και το εννοούσε από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη.

Από παιδί με εντυπωσίαζε και με έφερνε σε κάποια αμηχανία πως τ’ άλλα παιδιά γύρω μου δεν είχαν την ίδια σχέση που είχα εγώ με τους παππούδες μου αλλά μια διαφορετική σχέση απ’ τη δική μας που τη μετέφραζα πιο απόμακρη, λιγότερο συναισθηματικά δεμένη. Όχι πως δεν ήταν κοντά και πως δεν αγαπιόντουσαν αλλά το έκαναν κάπως διαφορετικά από εμάς. Ενώ, πολλές φορές συμμαθητές μου στο σχολείο όταν τους παράγγελνε ο παππούς μου να με φωνάξουν στο διάλλειμα, έρχονταν και μου έλεγαν «σε θέλει ο μπαμπάς σου» και όχι ο παππούς σου και σε αντίθεση μ’ εμένα που εκνευριζόμουν, -γιατί πώς ήταν δυνατόν να μπερδεύουν αυτά τα δύο τόσο ξεχωριστά αγαπημένα μου - δικά μου πρόσωπα μεταξύ τους(!)-, ο παππούς μου ευχαριστιόταν, το απολάμβανε και γελούσε ολόκαρδα!

Από εκείνο το πρωί ήξερα πως αυτός ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος για ‘μένα. Ο κόσμος που γνώριζα από τη στιγμή της δημιουργίας μου, απ’ τη στιγμή της γέννησής μου, απ’ την πρώτη στιγμή της ύπαρξης μου είχε αλλάξει για πάντα. Ο μόνος κόσμος που γνώριζα πέθανε με το θάνατο του, πέθανε εκείνο το πρωί μαζί του, παίρνοντας την τελευταία του ανάσα. Όσο ίδιος κι αν προσπαθεί να μου φανερωθεί είναι οφθαλμαπάτη. Ένας κόσμος χωρίς τον παππού μου, δεν μπορεί παρά να είναι ένας άλλος κόσμος. Σίγουρα όχι μάταιος, μα ένας τελείως άλλος κόσμος.

Στη ζωή μου είχα αναγνωρίσει το θάνατο ως μέρος της ζωής και μην έχοντας μάλλον άλλη επιλογή τον είχα αποδεχθεί ως νόμο της φύσης. Συνήθιζα να βιάζομαι να προλάβω να τα ζήσω όλα έχοντας στο νου την ευθραυστότητα της (ανθρώπινης) ύπαρξης και το αναπόφευκτο και ξαφνικό του θανάτου∙ Αλλά με το θάνατο του παππού μου αυτό έγινε αληθινό. Είπα αυτό είναι. Για όλους μας. Αυτό θα ‘ρθει και για ‘μένα κάποια μέρα. Κι ο κόσμος θα συνεχίζεται λες κι είναι ο ίδιος και ταυτόχρονα θ’ αλλάζει χωρίς εμένα, χωρίς να ξέρω. Κάτι που ήξερα πραγματικά, συνειδητά αλλά μ’ ένα τρόπο είχε γίνει αληθινό, πιο αληθινό από ποτέ. Είναι γνωστό: Μία των ημερών όλοι θα πεθάνουμε. Απλώς δεν θα ‘ν για όλους η ίδια μέρα. Το να βλέπω τους αγαπημένους μου να πεθαίνουν μ’ έκανε να φοβάμαι λιγότερο να ζήσω.

Όταν «χάσαμε» την προγιαγιά μου τη Μαρία, ο πατέρας μου, μού είπε κάτι που δεν πρόκειται να ξεχνούσα ποτέ. Είπε πως οι άνθρωποι κάποια στιγμή επειδή η ζωή τους είναι τόσο μεγάλη, όντας ηλικιωμένοι σε βαθιά γεράματα, βαριούνται πια να ζουν και στο θάνατο προσβλέπουν σαν λύτρωση της πλήξης τους. Προσωπικά αμφιβάλλω πως υπήρξε ποτέ σ’ όλο το πέρας των αιώνων έστω και ένας άνθρωπος, έστω και ένα πλάσμα στον κόσμο που βαρέθηκε τη ζωή του. Δεν νομίζω πως σε αυτή τη ζωή οι άνθρωποι προσδοκούν το θάνατο από ανία.

Κατά τη δική μου αντίληψη υπάρχουν πέντε κατηγορίες: Η πρώτη κατηγορία είναι αυτοί που τους συμβαίνει ο θάνατος. Χωρίς ποτέ να τον θελήσουν. Η δεύτερη κατηγορία, αυτοί που σε μια δοκιμασία παλεύουν με το θάνατο κι αν δεν κερδίσουν χρόνο, ο θάνατος νικά. Η τρίτη κατηγορία, αυτοί που ονομάζω άφθαρτοι, είναι αυτοί που τόσο καλά τα κατάφεραν, είτε στάθηκαν τυχεροί, είτε ένας συνδυασμός αυτών των δυο που παρά τις δυσκολίες αντιστάθηκαν στο γήρας και τη ζωή τους απήλαυσαν και εξακολουθούν να απολαμβάνουν κι έφτασαν να δηλώνουν έτοιμοι για το τέλος. Για κανέναν άλλο λόγο παρά γιατί γνωρίζουν πως δεν μπορούν να τ’ αποφύγουν. Γι’ αυτό όλο το θάρρος τους επιστρατεύουν και τον εαυτό τους προετοιμάζουν για το αναπόφευκτο. Βρίσκοντας παρηγοριά και αποκούμπι στη ζωή που έζησαν και στο ζωντανό παρόν τους. Αυτοί έχουν αποδεχθεί τη μοίρα του θανάτου. Η τέταρτη κατηγορία, αυτοί που τόσο δυσβάσταχτη και ανυπόφορη τους φανερώνεται η ζωή, είτε στα γεγονότα αυτά καθ’ αυτά, είτε στο πώς τα βιώνουν μέσα απ’ τον εαυτό τους, που επιθυμούν το τέλος. Όχι από πλήξη, μα απ’ το αντίθετό της. Στην πέμπτη και τελευταία κατηγορία που εντοπίζω, είναι αυτοί που ποτέ δεν το θέλησαν να πεθάνουν, που αντιστάθηκαν στο θάνατο μ’ όλες τους τις δυνάμεις αλλά η ζωή το είχε αποφασίσει να τους τα πάρει όλα και σαν ρουφήχτρα τους ρουφάει μ’ ένα ρούφηγμα διαρκές κι αέναο μέχρι ν’ απομυζήσει την τελευταία σταγόνα του εαυτού τους, την τελευταία σπιθαμή της υπόστασής τους. Μα πείτε της, της Παντοδύναμης, ότι ποτέ τα χνάρια τους δεν θα μπορέσει να ξεπλύνει. Τους ανθρώπους ακόμα κι όταν πεθαίνουν, σα ζωντανούς τους θυμόμαστε - όχι σαν πεθαμένους.  

Ο παππούς μου δεν ήθελε να πεθάνει. Αυτό το κάνει πιο δύσκολο. Θα ήταν βολική η αυταπάτη αν ήταν σαν κάποιους που δηλώνουν έτοιμοι να πεθάνουν. Ήταν γενναίος. Εκτιμούσε τη ζωή. Δεν πάλευε εναντίον της - πάλευε υπέρ της. Παρά τις δυσκολίες που του έστειλε πάλευε μαζί της για ‘κείνη. Ήταν ευγνώμων γι’ αυτή τη ζωή που έζησε. Ήξερε πως ήταν ευλογημένος. Ίσως αυτή τελικά να είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά, η μεγαλύτερη νίκη.

Καμιά φορά ο παππούς τελείωνε τις προτάσεις του με τη συμπληρωματική φράση «…για να θυμάσαι τον παππού σου». Αυτό σήμερα με παρηγορεί γιατί με κάνει να σκέφτομαι πως γνώριζε ότι μια μέρα θα πέθαινε. Αν και τότε μου φαινόταν πολύ μακρινή αυτή η μέρα. Κι αν δεν ήταν τόσο δραματικό, θα ‘ταν σίγουρα αστείο. Μόνο στα άκρα θα μπορούσε να σταθεί. Είναι αλήθεια πως πέθανε∙ Αλλά ποτέ δεν έφυγε∙ Και τουλάχιστον για όσο ζω ποτέ δεν θα εκλείψει απ’ αυτόν τον κόσμο, γιατί θα τον ζω για πάντα μέσα μου - θα ζει για πάντα μέσα μου, αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου. Από τα πιο μεγάλα. Ένα ανθρώπινο αμάλγαμα.

Ίσως κι αυτός είναι ένας απ’ τους λόγους τελικά, που τόσοι πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να αποκτήσουν παιδιά∙ Υποσυνείδητα επιθυμούν να εξακολουθήσει για πάντα να τους αγαπάει κάποιος τόσο πολύ, όσο οι γονείς τους. Αναρωτιέμαι αν τυχόν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο και φύγω τελευταία από την οικογένειά μου, αν θ’ αφήσω τόση αγάπη πίσω μου, όση άφησε ο παππούς μου. Κι αν θα λείψω σε κανέναν τόσο πολύ, τόσο αφόρητα, τόσο ατόφια και με τόση ευγνωμοσύνη, όσο μας λείπει εκείνος… Κάποια φορά αναρωτήθηκα για όλους μας: ‘’Μάνα πώς έκανες ένα παιδί που ήξερες - που ξέρεις ότι μια μέρα θα πεθάνει; Και πώς θα πεθάνω εγώ χωρίς τη μάνα μου να μου κρατά το χέρι;’’    

Λένε πως το τίμημα της αγάπης είναι η απώλεια. Νομίζω πως αυτό δεν περνάει ποτέ. Δεν θα περάσει. Γιατί πάντα θα θέλω τον παππού μου. Κι εκείνος πάντα θα λείπει. Όμως θα μπορώ να συνεχίζω γιατί θα ξέρω πως είμαι η συνέχειά του στον κόσμο. Απ’ τα πιο επιπόλαια πράγματα που ‘χω ακούσει, πως δεν μπορείς ν’ αγαπάς κάποιον πεθαμένο. Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το ρήμα στο παρελθόν, πάντα στον ενεστώτα τον αγαπάω τον παππού μου και πάντα στον ενεστώτα θα τον αγαπώ.

Δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι άνθρωποι με το παρελθόν τους. Αν ξεχνάνε, αν αποκόπτονται από αυτό. Αλλά εγώ το κουβαλάω μαζί μου, σαν να ‘ταν χτες, σαν ένα άλλο «σήμερα». Τις στιγμές, τους ανθρώπους του-μου και τις σχέσεις μας, τα συναισθήματα που μας ένωσαν ή και αυτά που ενδεχομένως μας χώρισαν∙ Και τις παλιές μου νεανικές, μα γερασμένες σκέψεις. Καμία λήθη, καμιά αμνησία. Μικρή έως καθόλου προσπέραση.

Είναι περίεργο πως μπορούμε να νιώθουμε τους ανθρώπους στο σώμα μας ακόμα κι όταν αυτοί έχουν φύγει. Οι αισθήσεις μας θυμούνται τις δικές τους. Μπορώ να νιώθω την υφή του μάλλινου πουλόβερ ή γιλέκου του στο μάγουλό μου, όπως όταν με κρατούσε και με κοίμιζε μικρή… την αφή του δέρματος της παλάμης του στη δική μου… την σφιχτή σαν τανάλια αγκαλιά του στα κόκκαλά μου… Επίσης, περίεργο είναι πως για πρώτη φορά άνθρωποι της ίδιας ηλικίας και ειδικά συγγενικά πρόσωπα ξαφνικά μου θυμίζουν τους παππούδες μου...

Ίσως να είναι κι έτσι: Το να πεθαίνεις είναι θλιβερό∙ Το να είσαι νεκρός δεν είναι. Το να έχεις (ήδη) πεθάνει δεν είναι∙ Ο θάνατος δεν είναι. Το σπίτι κάτω είχε μετατραπεί σε θάλαμο νοσοκομείου. Δύο ιατρικά κρεβάτια το ένα δίπλα στο άλλο, ιατρικοί εξοπλισμοί (συμπυκνωτής οξυγόνου, φορητές μπουκάλες οξυγόνου, μηχάνημα σίτισης, οξύμετρο, μετρητής σακχάρου, πιεσόμετρα, στηθοσκόπιο, ηλεκτρικά αεροστρώματα κατακλίσεων, στοιβαγμένα αναπηρικό αμαξίδιο, αναπηρικό αμαξίδιο μπάνιου, πι, λουτήρας κατάκλισης, ιατρικά μαξιλάρια καθίσματος και ένα σορό άλλα), άπειρα φάρμακα και άλλα φαρμακευτικά είδη. Είχαμε νοσοκόμα, γηροκόμους, γιατρούς να πηγαινοέρχονται κάθε τόσο. Όμως, δεν τους σκέφτομαι άρρωστους πια.

Κάποια στιγμή θα πέθαινε. Όπως όλοι μας. Αυτό ήταν γραμμένο. Είναι ένας άνθρωπος που έχει πεθάνει - όχι ένας νεκρός. Για το τετελεσμένο μη στενοχωριέσαι. Να χαίρεσαι που έζησε. Γιατί αυτό στο τέλος μένει. Ο θάνατος είναι τελεσίδικος. Είναι το τέρμα της ζωής σου και όχι του εαυτού σου. Εσύ – ο εαυτός σου πάντα παραμένει στο ρου της ιστορίας που προκάλεσες, στη μνήμη του σύμπαντος, που δεν εξαρτάται από ‘σένα κι από ‘μένα αλλά είναι ανώτερη κι αυθύπαρκτη.

Τον πρώτο καιρό της απώλειας έπιασα τον εαυτό μου να «ζηλεύει» αυτούς που πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή. Θα ‘θελα κι εγώ να πίστευα. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω, μιας και ποτέ κανείς από αυτόν εδώ τον κόσμο δεν γύρισε για να μας πει, ούτε κι επικοινώνησε μαζί μας αλλά ούτε και είμαι σαν κάποιους τόσο εριστική να νομίζω πως ξέρω τα πάντα κι αυτά που δεν μπορώ να ξέρω για να μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει τίποτα ζωντανό μετά το θάνατο μιας ύπαρξης. Γιατί κι αυτός εδώ ο κόσμος - εσύ κι εγώ είμαστε θαύματα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική και που η ανθρώπινη σκέψη δεν μπορεί να φτάσει. Αλλά αν πιστεύω; - Τι πιστεύω; Πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλη ζωή για την ύπαρξη που έσβησε μες στο σώμα της. Νομίζω πως ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε κι όπως δεν τον ξέρουμε είναι ένας και νομίζω πως είναι έτσι φτιαγμένος κι έχει σκοπό να διατηρεί τον εαυτό του, -γιατί είμαστε ένα σύνολο, δεν βρισκόμαστε στον κόσμο, είμαστε ο κόσμος- κι όχι να σώνει ξεχωριστές υπάρξεις.

Δεν είμαστε ο καθένας μόνος του - είμαστε ενωμένοι. Όλοι ενωνόμαστε. Νομίζουμε ότι ο κόσμος είναι πιστός σ’ εμάς, πιστός στα αισθήματά μας. Για το σύμπαν είμαστε όλοι ίσοι∙ Ούτε ο άνθρωπος είν’ ανώτερος όπως νομίζει, ούτε τα όντα μ’ ενσυναίσθηση ανώτερα από ‘κείνα που δε νοιώθουν. Όλοι, -οι άνθρωποι, τ’ άλλα ζώα, τα φυτά, οι μικροοργανισμοί (ιοί, μύκητες, βακτήρια, μικροφύκη, πρωτόζωα), οι μικρότερες μονάδες ζωής, όπως τα κύτταρα, όλα τα έμβια όντα και τα άβια, η θάλασσα, το νερό, τα βουνά, οι πέτρες, ο αέρας με τα στοιχεία του (άζωτο, οξυγόνο, αργό, διοξείδιο του άνθρακα κλπ.),- είμαστε «ένα», αλληλοεξαρτώμενοι και αλληλοσυγκρουόμενοι - αντιμαχόμενοι - αλληλοαναιρούμενοι∙ Φτιαγμένοι να συντηρούμε ο ένας τον άλλον και συγχρόνως να αλληλοσκοτωνόμαστε∙ Μια καλοκουρδισμένη ύλη, -σαν φυσικές μηχανές-, πλασμένη και σχεδιασμένη για να διατηρεί τον εαυτό της. Τον εαυτό της όχι ξεχωριστά αλλά το σύνολο. Το σύμπαν δεν υπηρετεί, ούτε οδηγείται από το καλό και απ’ την αγάπη, ούτε τα επιδιώκει, μονάχα τα επιτρέπει∙ Σ’ ένα βαθμό. Το σύμπαν δεν έχει αξίες. Η μόνη του «έννοια» είναι η αυτοδιατήρησή του. Γι’ αυτό αν πού και πού βλέπω τον άνθρωπο μεγάλο, όπως επίσης και τα ζώα, είν’ επειδή κάποιες φορές μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που βρεθήκαν επιδιώκουν το καλό και φέρουν την αγάπη. Αυτά όμως είναι πράγματα που δεν αφορούν στο σύμπαν αλλά στο μικρόκοσμό μας. Καμιά έννοια δεν έχει το σύμπαν να σώσει την ψυχή μας. Καμιά βλέψη, ούτε και πρόβλεψη. Γι’ αυτό μας αναγκάζει να αλληλοαφανιζόμαστε. Αν είχα τη δυνατότητα δεν θα έτρωγα ούτε τα φυτά, ούτε τα βακτήρια από το δέρμα μου θα ξέπλενα, ούτε τους ιούς θα τους νικούσα με τα φάρμακα και ποιος δεν έχει πατήσει κατά λάθος ένα μυρμήγκι;… Αυτή ‘ναι η ευκαιρία σου να ζήσεις… Αυτή είναι η μοναδική σου ευκαιρία. Αυτό πιστεύω εγώ. Κι ας μη μ’ αρέσει που καθόλου ρομαντικό δεν είναι. Τώρα εσύ, μπορεί να ‘σ από ‘κείνους που ζηλεύω και να πιστεύεις κάτι άλλο… Κάτι που να συμφέρει περισσότερο.  

Αλλά στην τελική τι σημαίνει καλό και κακό; Ακόμα και οι άνθρωποι διαφωνούμε πολύ μεταξύ μας για το τι ‘ναι καλό και τι τ’ αντίθετό του. Για παράδειγμα, πάντα ήθελα να είμαι καλή με τους άλλους. Μ’ ενδιέφερε να κάνω το καλό, να τους κάνω χαρούμενους, να μη χαλάω την ησυχία τους, να μην τους δημιουργώ προβλήματα… Αλλά κάποια στιγμή κατάλαβα πως πολλές φορές για να λύσεις ένα πρόβλημα πρέπει να δημιουργήσεις ένα. Καλός δεν σημαίνει ήσυχος, σιωπηλός∙ Όχι πάντα∙ Πολλές φορές σημαίνει το αντίθετο. Υπάρχουν φορές που καλός σημαίνει να μένεις σιωπηλός∙ Να δίνεις στον άλλον το χώρο και το χρόνο να εκφραστεί, ν’ ακούς, να διατηρείς την ηρεμία. Πάρα πολλές φορές όμως, καλός σημαίνει να μη μένεις σιωπηλός, να μιλάς, να παλεύεις, να δημιουργείς μεγάλη αναστάτωση. Το κλειδί είναι να ξέρουμε ή να φροντίσουμε να μάθουμε να αναγνωρίζουμε πότε οφείλουμε να διατηρούμε την ηρεμία και πότε να τη σπάμε και να την καταποντίζουμε.

Το καλό και το κακό είναι δημιουργήματα του ανθρώπου για να ερμηνεύει την πραγματικότητα, όπως και όλες οι έννοιες κι οι λέξεις. Ναι, υπάρχει ένας σκοπός πίσω απ’ όλα∙ Αλλά δεν υπηρετεί το καλό, όπως το ορίζει ο άνθρωπος. Και δεν είναι μοίρα. Η φύση, ο γαλαξίας, το σύμπαν, ο κόσμος… δεν εστιάζει μεμονωμένα στο άτομο, στον καθέναν από μας αλλά στο σύνολο, στο όλον. Είναι νομοτελειακός. Μας παρείχε τα συναισθήματα αλλά δεν μας συμπονά. Μάλλον αυτό που μας δημιούργησε δεν έχει συναισθήματα το ίδιο και γι’ αυτό δεν ενδιαφέρεται για τα δικά μας. Είναι άρτιο, μα όχι τέλειο∙ Ίσως σκόπιμα - ίσως πάλι και όχι. Και μάλλον δεν είναι «ένα» και δεν είναι έμβιο. Ο σκοπός της ύπαρξης καθενός από εμάς είναι η αυτοδιατήρησή του. Σ’ ένα βαθμό μας υπηρετεί αλλά μόνο επειδή μας έφτιαξε να το υπηρετούμε. Μας «εμφύσησε» όμως, τη δυνατότητα να αναγάγουμε το σκοπό της ύπαρξης μας και σε κάτι άλλο που θα επιλέξουμε εμείς. Αν και για όσο προλάβουμε.

Μπορεί τα παραπάνω να ευσταθούν, μπορεί και όχι. Διαβάζοντας το ‘’Χρονικό του Χρόνου’’[v] του Στίβεν Χόκινγκ ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί από κατασκευής του να μην έχει τη δυνατότητα να συλλάβει τις απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με τη δημιουργία του σύμπαντος - κόσμου, του αν και τι υπήρχε πριν και τι μετά. Δεν αποκλείεται να είναι κι έτσι. Τίποτα σήμερα δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να ευσταθεί μια τέτοια θεώρηση της πραγματικότητας.

Σκεφτείτε για παράδειγμα ένα άλλο έμβιο ον. Σκεφτείτε τη γάτα. Υπάρχουν πολλά πράγματα που ο άνθρωπος διαλεύκανε ή κατανόησε και κάνει καθημερινά που η γάτα δεν κάνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τους κόμπους. Μας φαίνεται απίθανο να δούμε μια γάτα να κάνει ένα κόμπο. Πρακτικά η γάτα θα μπορούσε εύκολα να το κάνει. Το σώμα της έχει την ικανότητα. Διαθέτει τη δύναμη, τη δεξιότητα του κορμιού και την ευλυγισία που απαιτείται. Το μυαλό της όμως, δεν λειτουργεί κάτ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να το συλλάβει∙ Να συλλάβει την ιδέα για να την εκτελέσει. Ακόμα κι αν εξαρτιόταν η ζωή της από αυτό, η γάτα δεν νομίζω πως θα σκεφτόταν ποτέ να κάνει ένα κόμπο. Κι ακόμα κι αν γνωρίζετε πως υπάρχει κάπου κάποια γάτα που το κάνει, τότε πιστεύω - είμαι σχεδόν βέβαιη πως ο άνθρωπος έχει βάλει το χεράκι του εκπαιδεύοντάς τη. Όπως και να ‘χει, οφείλουμε πάντως να θυμόμαστε πως η ευφυΐα και η νόηση δεν είναι ταυτόσημα με την εξυπνάδα. Δεν γνωρίζουμε τι γνώση έχουν άλλα είδη για τη ζωή και τον κόσμο, την οποία εμείς δεν μπορούμε -γιατί δεν είμαστε σε θέση- να συλλάβουμε. Ίσως όπως το μυαλό της γάτας δεν έχει την ικανότητα να την ωθήσει να κάνει κόμπους, έτσι και το δικό μας δεν έχει την ικανότητα να κατανοήσει, να «διαβάσει» και να απαντήσει το ερώτημα του τι μας δημιούργησε. Ίσως ξέρουν οι γάτες… Το παραπάνω βέβαια είναι απλώς μια θεωρία μες στην αοριστία της. Και δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση να πάψουμε να ψάχνουμε απαντήσεις για το παρελθόν ή το μέλλον μας. Μολαταύτα, προσωπικά μ’ ενδιαφέρει περισσότερο το τι θα κάνω με το «σήμερα», παρά από πού προέρχομαι ή πού θα καταλήξω. Αλλά ακόμα κι αν έχω άδικο σε όλα, για ένα νιώθω βέβαιη: Αυτή τη ζωή που ζούμε τώρα δεν πρόκειται να τη ζήσουμε ξανά. Γι’ αυτό πρέπει, -εννοώ αξίζει-, να τη ζήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Και κυρίως να τη ζήσουμε.

Όταν οι αγαπημένοι μας φεύγουν είμαστε εμείς που μένουμε πίσω με δύο βαλίτσες, μία με όσα ζήσαμε μαζί τους και μία με όσα δεν ζήσαμε. Λίγο πριν πέσει μόνιμα στο κρεβάτι ο παππούς μου, η ζωή μού έκανε ένα μεγάλο δώρο. Η γιαγιά μου χρειάστηκε άλλη μια νοσηλεία στο νοσοκομείο. Όποτε η γιαγιά μου έμπαινε στο νοσοκομείο, η μητέρα μου έκανε κι αυτή ‘’εισαγωγή’’ μαζί της. Έτσι, εκείνο το διάστημα εγώ έπρεπε να προσέχω τον παππού. Αυτές ήταν οι τελευταίες μου στιγμές με τον παππού μου όρθιο. Δεν θα ήταν ποτέ πιο κοντά στον παππού που ήξερα όλη μου τη ζωή απ’ ό,τι εκείνες τις στιγμές.

Δεν υποφέρουμε μόνο επειδή μας λείπουν, που είναι όντως αβάσταχτο. Ο θάνατος είναι φριχτός για τους ζωντανούς γιατί είμαστε οι μόνοι που ξέρουμε ότι οι αγαπημένοι μας έχουν στερηθεί τη ζωή τους∙ πως στερούνται τη ζωή που είχαν κάποτε, τη ζωή που συνήθιζαν να έχουν. Επειδή αδυνατούν να πονέσουν για την απώλειά τους, πονάμε εμείς γι’ αυτούς. Γινόμαστε λήπτες και κοινωνοί του πόνου του θανάτου τους. Μα κατά τον ίδιο τρόπο, επειδή αδυνατούν να νιώσουν τα όμορφα συναισθήματα της ζωής -την ευτυχία- θα ‘πρεπε να σκεφτόμαστε να τη νιώθουμε εμείς και για εκείνους. Ο θάνατός τους δεν θα πάψει να μας πονά αλλά κι εμείς δεν θα πάψουμε να ‘μαστε ευτυχισμένοι όπως θα ‘θελαν.

Πιστεύω πως αν υπάρχει ένα πράγμα που μπορώ να κάνω για τους αγαπημένους μου που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, αυτό είναι να είμαι όσο πιο ευτυχισμένη κι όσο πιο πλήρης ζωής γίνεται. Αυτό τουλάχιστον είναι στο χέρι μου να μην τους το αφαιρέσω. Όπως γράφει η διαπρεπής ψυχολόγος, διακεκριμένη συγγραφέας και επιζήσασα του Ολοκαυτώματος Δρ. Έντιθ Έγκερ στο “The Gift”[vi]: “But now I know that instead of dying for my dead, I can live for them.” («Αλλά τώρα ξέρω πως αντί να πεθάνω για τους νεκρούς μου, μπορώ να ζήσω γι’ αυτούς»). Ενώ στο προγενέστερο “The Choice”[vii] σημειώνει μεταξύ άλλων, “You get to discover that living a full life is the best way to honor him [the dead].” («Θα φτάσεις να ανακαλύψεις ότι το να ζεις μία πλήρη ζωή είναι ο καλύτερος τρόπος να τον τιμήσεις [τον νεκρό]»). Κατά τη Δρ. Έντιθ Έγκερ δεν μπορούμε να πεθάνουμε για τους νεκρούς μας, μπορούμε όμως να ζήσουμε γι’ αυτούς -και για όσους είναι ακόμα εδώ- κι αυτό το δώρο είναι στο χέρι μου να μην τους το στερήσω. Το δεύτερο είναι αυτό που κάνει ο Μπρέντον Μπέρχαρντ[viii], προπονητής υψηλών ηγετικών επιδόσεων, αναγνωρισμένος συγγραφέας και εκπαιδευτής αυτοεξέλιξης, για να τιμήσει τον πατέρα του και συστήνει σε όλους μας. Κατά τον Μπέρχαρντ ο καλύτερος τρόπος να τιμήσεις έναν πεθαμένο είναι να τιμάς και να διαδίδεις τις αξίες του. Συμφωνώ απόλυτα με τη θεώρησή του. Το να τιμάς τις προσωπικές αξίες του, είναι εξαιρετικός τρόπος να τιμήσεις έναν άνθρωπο που έχει πεθάνει.

Έχω παρατηρήσει πως όταν βρίσκομαι σε περίοδο θρήνου με βοηθάει να βλέπω δραματικές ταινίες που πραγματεύονται την απώλεια και το θάνατο. Δεν θα ‘χε νόημα ν’ αναφερθώ εδώ στη μακρά λίστα με όσες έχω ξεχωρίσει. Ωστόσο, υπάρχει μια σκηνή στο “The book of Henry”[ix] που είναι ό,τι πιο ανακουφιστικό, αισιόδοξο, λυτρωτικό έχω δει ποτέ σε έργο σε σχέση με το θάνατο. Κρατώ αυτή τη σκηνή πάντοτε κοντά στην καρδιά μου: Ο μικρός αδερφός του ταλαντούχου και ιδιοφυούς Χένρι, παρουσιάζει ένα μαγικό κόλπο σε μια σχολική εκδήλωση. Ανεβαίνοντας στη σκηνή δηλώνει πως θα φέρει ξανά μπροστά στα μάτια όλων των εμβρόντητων θεατών το νεκρό αδερφό του. Το κόλπο του πετυχαίνει. Χιλιάδες λευκές νιφάδες ραίνουν την αίθουσα. Το κοινό καταχειροκροτεί. Εκείνη τη στιγμή όλοι αισθάνονται την παρουσία του Χένρι. Το πνεύμα του Χένρι είναι εκεί∙ Το στίγμα του, το αποτύπωμά του στον κόσμο είναι εκεί∙ Κι έτσι είναι κι αυτός εκεί.

Άλλη μια συγκλονιστική σκηνή συνάντησα σε μια θρησκευτικού περιεχομένου ταινία με τον τίτλο “Courageous”[x]. Όταν ένας πατέρας περνώντας από όλα τα στάδια του πένθους, καταφέρνει να νιώσει ευγνωμοσύνη που ευλογήθηκε να γνωρίσει και να μοιραστεί τη ζωή του με τη μικρή του κόρη που πέθανε αναπάντεχα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Στην εν λόγω σκηνή ο πατέρας χορεύει μόνος μες στο δρόμο στο σημείο που κάποτε τον παρακαλούσε να βγει απ’ το αμάξι και να χορέψει μαζί της η μικρή του κόρη κι εκείνος από ντροπή της το αρνήθηκε κι έμεινε να την κοιτάζει να χορεύει μέσα απ’ το αυτοκίνητο.

Στην ίδια ταινία σε ένα σημείο αναφέρεται πως πολλοί άνθρωποι περιγράφουν τον θάνατο των αγαπημένων τους σαν έναν ακρωτηριασμό. Κάποια στιγμή θα κλείσει η πληγή αλλά δεν είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος. Επίσης, πολλοί άνθρωποι που έχουν υποστεί ακρωτηριασμό νιώθουν φαγούρα, πόνο κ.ά. στη θέση του ακρωτηριασμένου μέλους. Κάπως έτσι είναι και ο θάνατος για τους ζωντανούς∙ Το πρόσωπο δεν είναι εκεί αλλά νιώθεις σαν να είναι.

Ο θάνατος δεν είναι τόσο δυνατός όσο κάποιες φορές νομίζουμε. Μας στερεί το σήμερα, το αύριο, όχι όμως και το χτες. Μας παίρνει το παρόν και το μέλλον. Το παρελθόν όμως είναι και θα είναι για πάντα δικό μας. Κι οι νεκροί θα ήθελαν να ξέρουμε πως εκεί θα είναι πάντα, θα υπάρχουν πάντα μαζί μας∙ Κι επειδή μιας και ο χρόνος είναι παραίσθηση και δημιούργημα του ανθρώπου και στην ουσία δεν υπάρχει χρόνος, όπως φαίνεται να συμφωνούν οι επιστήμες, οι θρησκείες και η φιλοσοφία, τότε κανείς μας δεν παύει ποτέ να υπάρχει και όλοι όσοι υπήρξαμε, υπάρχουμε για πάντα. Μη δίνουμε στο θάνατο μεγαλύτερη διάσταση απ’ ό,τι έχει. Νομίζω πως οι νεκροί μας αυτό θα ‘θελαν να το ξέρουμε. Δεν εννοώ να μην πονάμε και θρηνούμε. Δεν εννοώ πως ο θάνατός τους κι η απώλειά μας δεν είναι πράγματα φριχτά, εννοώ να μην ξεχνάμε να χαιρόμαστε που ευλογηθήκαμε να συνυπάρξουμε.

Ο παππούς μου υπήρξε με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουμε όλοι μας. Απλώς είναι μερικές σελίδες πριν… Αυτά τα δέκα χρόνια δεν ήταν η ζωή τους. Αυτά τα χρόνια ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι. Θα τολμούσα να τα χαρακτηρίσω μια άτυχη στιγμή διαρκείας. Δεν τα υποτιμώ. Πολύς καιρός για να τα υποφέρει κανείς αλλά λίγος μπροστά σ’ ολόκληρη τη μακρόχρονη ζωή τους. Όσο δραματικά κι αν ήταν, ήταν απλώς πώς όλα τελείωσαν. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο. Το πώς το πέρασμά μας από αυτόν τον κόσμο ολοκληρώνεται δεν μας χαρακτηρίζει. Αν κάτι μας χαρακτηρίζει αυτό είναι το πώς ζήσαμε, το πώς αγγίξαμε την ψυχή αυτού του κόσμου με τ’ ακροδάχτυλα της δικής μας ψυχής και τον αλλάξαμε κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί ποτέ ξανά να ‘ναι ο ίδιος που ήταν πριν από μας.

Ο παππούς μου ήταν ένας στοργικός παππούς, πατέρας, σύζυγος, αδερφός και γιος∙ Και ένας έμπιστος φίλος. Ήταν ένας μαχητής της ζωής που έβγαινε πάντα νικητής με την εσωτερική του δύναμη. Ήταν τόσο δυνατός που δεν το συνειδητοποιούσες γιατί δεν έδειχνε ποτέ να δυσκολεύεται και δεν παραπονιόταν ποτέ. Ήταν ένας επιδέξιος τεχνίτης. Κάποιος που του άρεσε να μαθαίνει και να εξελίσσεται. Κάποιος που μπορούσε να σχεδιάσει και να φτιάξει ένα ολόκληρο σπίτι χωρίς να του το έχει διδάξει ποτέ κανείς. Έξυπνος. Εργατικός. Περήφανος. Κάποιος που ήξερε να πετά ψηλά στον ουρανό με χαρταετό…

Η γιαγιά μου ήταν μια κοπέλα που κοριτσάκι ή υπερήλικη πάντα τραγουδούσε κι όλοι τη θυμούνται έτσι. Ένας άνθρωπος αγνός με διάφανη ψυχή. Μια ευγενική ψυχή που μοίραζε καραμέλες και «καλημέρες» σε όλους, που χαμογελούσε στους περαστικούς, που έκανε εύκολα φιλίες, που σταματούσε κι έδινε λίγο από το χρόνο της σε καθέναν που τύχαινε να βρισκόταν στον δρόμο της. Ένας άνθρωπος με ενσυναίσθηση που την έκανε να εσωτερικεύει τον πόνο των άλλων και να τον βιώνει η ίδια. Τόσο καλοσυνάτη που το κακό τη σόκαρε. Ήταν δύο άνθρωποι γεμάτοι καλοσύνη κι αγάπη.

Αυτοί ήταν η γιαγιά μου κι ο παππούς μου. Κι έζησαν μια ζωή ευτυχισμένη κι επιτυχημένη. Αυτά έγραψαν εκείνοι στην ιστορία τους, που προσπάθησα να σας τη μεταφέρω πολύ περιληπτικά όσο καλύτερα μπορούσα μέσα απ’ τα δικά μου μάτια αναμοχλεύοντας στο χρόνο τα περασμένα κι ανασύροντας τις δικές μου μνήμες. Η θλίψη, ο πόνος, ο θρήνος κι η οδύνη είναι συναισθήματα των ζωντανών που φυσιολογικά βιώνουν την απώλεια των αγαπημένων τους. Αν με ρωτούσε κανείς να περιγράψω με μία λέξη την ιστορία τους, η μόνη λέξη που θα μπορούσα να σκεφτώ και να ταιριάζει είναι αυτή: ‘’Ευτυχία’’. Πάνω και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αυτό νιώθω κι εγώ για τον παππού μου και τη γιαγιά μου και την ευλογία μου να μοιραστώ τη ζωή μου για κάτι παραπάνω από είκοσι εφτά χρόνια και να μοιράζομαι την ύπαρξή μου για πάντα μαζί τους∙ Αισθάνομαι απέραντη ΕΥΤΥΧΙΑ!    

Όσο γι’ αυτό που συνήθιζε να λέει ο παππούς μου, εκείνες τις προτάσεις που τελείωναν με τη φράση «…για να θυμάσαι τον παππού σου», είμαι τυχερή που μου έδωσε να θυμάμαι τόσα πολλά απ’ αυτόν. Γιατί είμαι σήμερα ανάμεσα στους λίγους που ξέρουν το πολύτιμο μυστικό που από μικρό παιδί άκουγα τους ανθρώπους γύρω μου να εύχονται να γνώριζαν. Χάρη σ’ εκείνον ξέρω, πώς να στείλω ένα μήνυμα στον ουρανό, ένα στρογγυλό ‘’γραμματάκι’’ που να γράφει: «Σ’ αγαπώ παππού»…

[i] Φ. Χατζηχάννα, Ιστορίες του παππού χωρίς μουστάκι, Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 19972.
[ii] Α. Ζέη, Ο ψεύτης παππούς, Εκδ. Κέδρος, Αθήνα 20071.
[iii] Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου και άλλα διηγήματα, Εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 20171.
[iv] G.C. Marquez, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Εκδ. Λιβάνη, Μτφρ. Κ. Σωτηριάδου-Μπαράχας, Αθήνα 19861.
[v] S. Hawking, Το Χρονικό Του Χρόνου – Από τη Μεγάλη Έκρηξη έως τις μαύρες τρύπες, Εκδ. Κάτοπτρο, Μτφρ. Κ. Χάρακας, Αθήνα 19972.
[vi] E. Eger, The Gift – 12 Lessons to Save Your Life, Εκδ. Rider, Μεγάλη Βρετανία 20201, σ. 96.
[vii] E. Eger, The Choice – Even in hell hope can flower, Εκδ. Rider, Μεγάλη Βρετανία 20182, σ. 354.
[viii] Περισσότερα για τον Brendon Burchard θα βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα του brendon.com
[ix] The Book of Henry, first release 2017, US.
[x] Courageous, first release 2011, US.
 
Ελβίνα Τωμαδάκη

Η Ελβίνα Τωμαδάκη είναι πτυχιούχος φιλόλογος και ζει στην Αθήνα.

Σχόλια (0)

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια εδώ

Αφήστε τα σχόλιά σας

  1. Δημοσίευση σχολίου ως επισκέπτης.
Συνημμένα (0 / 3)
Μοιραστείτε την τοποθεσία σας
Πληκτρολογήστε το κείμενο που παρουσιάζεται στην παρακάτω εικόνα. Δεν είναι σαφές;

Please publish modules in offcanvas position.