Αυτή τη μόνη λέξη
Με τον Μάνο γνωρίζονταν από παιδιά. Στην ίδια στενή γειτονιά, σπίτια διπλανά. Όταν πέθανε ο κυρ Απόστολος και άδειασε το χαμηλό σπίτι στα δεξιά, είχε ευχηθεί η Μυρτώ να ερχόταν μια μεγάλη οικογένεια. Σαν πέρασε ο χειμώνας και πήρε ο ήλιος τον ανήφορο, τα παράθυρα στη Μενάνδρου 14 άνοιξαν διάπλατα. Το τραπεζάκι της βεράντας στόλιζε πλέον μια μικρή γλάστρα με νυχτολούλουδο κι ένα χαλάκι ροδακινί είχε πάρει τη θέση του στην πόρτα. Μόνο ο σκουριασμένος μεντεσές στα παράθυρα θύμιζε ακόμα τον κυρ Απόστολο.
Επιστρέφοντας από το σχολείο εκείνο το μεσημέρι, είχε σταθεί η Μυρτώ παράμερα να χαζέψει τη μπουγάδα της νέας γειτόνισσας. Μέσα από την κουζίνα έρχονταν μυρωδιές από κεφτεδάκια, ντομάτα και λίγος βασιλικός μαζί. Έκανε να φύγει. Τελευταία στιγμή γύρισε. Ένα καστανό αγόρι πετούσε λίγο κρέας στο γατάκι που περίμενε. Σκάλωσε η ματιά της στα πράσινα μάτια του. Κι έμεινε εκεί. Ίσα με το τέλος μιας ζωής που μόλις άρχιζε.
Από τις πρώτες μέρες κιόλας το παιχνίδι τους δεν είχε τελειωμό. Κρύβονταν κάτω από την παλιά γέφυρα, πετούσαν σακουλάκια με νερό σε ζευγάρια, μιμούνταν όλη τη γειτονιά, βουτούσαν κρυφά στη θάλασσα, παράβγαιναν στη βροχή, χτυπούσαν πόρτες και κουδούνια τις Κυριακές πρωί. Οι μανάδες το βράδυ φώναζαν εναλλάξ και μόνο ένα όνομα κάθε φορά. Όπου ήταν ο Μάνος, ήταν και η Μυρτώ. Κι όπου ήταν και οι δυο, έλειπε η ησυχία. Μαζί στις διακοπές, μαζί στη σειρά για προσευχή, μαζί στο χιονοπόλεμο, μαζί και στο πάρτυ της Ελένης ένα Σαββατιάτικο απόγευμα με αφορμή το τέλος της τρίτης Γυμνασίου.
Ανάμεσα στα παιδιά του σχολείου βρίσκονταν και τα ξαδέρφια της από την Αθήνα. Η Αναστασία, ένα ψηλό αδύνατο κορίτσι με ξανθά μαλλιά, η Μαίρη με πολλά δαχτυλίδια στα χέρια και ο Ανδρέας, τελειόφοιτος Λυκείου. Μέσα στις φωνές και το χορό, ξεχάστηκε με τις φίλες της η Μυρτώ. Κάποτε γύρεψε το Μάνο. Με την άκρη του ματιού της τον είδε κοντά τη βεράντα να κρατά το χέρι ενός κοριτσιού. Η Μαίρη. Κόλλησε το βλέμμα της πάνω τους. Είχε κοντά κοκκινωπά μαλλιά και βαμμένα μωβ νύχια με πολλά δαχτυλίδια. Προσπάθησε να τα παρατηρήσει μα εκείνα κινούνταν συνεχώς. Έμπλεκαν στο λευκό πουκάμισο του Μάνου, άγγιζαν το χέρι του, ορμούσαν πίσω στα κόκκινα μαλλιά της. Μικρά σιδερένια λεπιδάκια που έκοβαν κομματάκια την ανάσα και τις λέξεις της.
Αργά τη νύχτα άκουσε η Μυρτώ πετραδάκια στο παράθυρό της. Τι την έπιασε και είχε φύγει έτσι από το πάρτυ; Η φωνή του Μάνου τη γέμισε λαχτάρα. Έκανε να του ανοίξει μα δε βρήκε το κουράγιο, το λόγο και καμία λέξη που να χε γλιτώσει εκείνο το βράδυ από την αλήθεια.
Κόντεψε να λιποθυμήσει η κυρία Ρένα σαν της ανακοίνωσε η κόρη της τα σχέδια για τις διακοπές. Τι γύρευε ένα κορίτσι καλοκαιριάτικα στη Βυτίνα; Έβλεπε τα υπόλοιπα να απλώνουν μαγιό, σορτς, πετσέτες και η δικιά της έχωνε στη βαλίτσα ζακέτες και κάλτσες. Έπιασε τη Δέσποινα. Ιδέα δεν είχε κι εκείνη. Ο Μάνος έλειπε με τον πατέρα του στα μελίσσια το τριήμερο, ποιόν να ρωτήσουν.
Δευτέρα μεσημέρι ανέβηκε η Μυρτώ στο λεωφορείο. Θα έφτανε Μαίναλο κι από κει για Βυτίνα με το επόμενο. Στο κάθισμα δίπλα της ένα κορίτσι με δυνατή μουσική της πρόσφερε τσίχλα. Την έλεγαν Ισμήνη. Ασυναίσθητα κοίταξε τα νύχια της. Κόκκινα. Στο Μαίναλο αποχαιρετίστηκαν. Όσο περίμενε το επόμενο λεωφορείο λίγο χάζεψε η Μυρτώ σε ένα μαγαζάκι. Αγόρασε κάτι για τη γιαγιά, κάτι για εκείνη και λίγα για το δρόμο.
Έφτασε νύχτα. Βγήκε ο παππούς να την υποδεχτεί. Χρόνια είχε να τη δει, του φάνηκε ολόκληρη γυναίκα. Τις πρώτες μέρες τις πέρασε παρέα με τη γιαγιά στο σπίτι, δεν το κουνούσε από τον κήπο και τη βεράντα. Ένα πρωινό πεθύμησε η Μυρτώ να αγγίξει την κούνια της από τα παλιά, στερεωμένη σε μια βελανιδιά. Βήμα στο βήμα τριγύρισε στο χωριό. Θυμήθηκε το παλιό ξωκλήσι, τις βατομουριές, έτρεχε ξωπίσω της ο Μεμάς, το σκυλί του παππού, γέρικο πια. Κάποια στιγμή κουράστηκαν. Πήραν τον ανήφορο και στρίψανε προς το σπίτι. Πριν ανοίξει την πόρτα, άκουσε το όνομά της. Γύρισε απότομα. Ο ήλιος την τύφλωνε, μα εκείνη τη φωνή τη γνώριζε σαν να έβγαινε από μέσα της. Ο Μάνος.
Κάθησαν στο μοναδικό παγκάκι της γωνίας. Την παρατηρούσε καθώς έσφιγγε τα χέρια της γύρω από τους καρπούς. Πρώτη φορά την έβλεπε με βαμμένα νύχια, παρολίγον να μην τη γνωρίσει με τα κοντά πορτοκαλένια μαλλιά. «Ήθελα να αλλάξω λίγο», σαν να διάβασε τη σκέψη του εκείνη. «Έτσι κι αλλιώς είσαι όμορφη και χωρίς τόσα χρώματα» απάντησε εκείνος. «Γιατί ήρθες;» έκανε την αδιάφορη χωρίς να τον κοιτάξει. Της έδωσε ο Μάνος μια σακούλα με ένα βάζο, μέλι από πορτοκαλιές, το καλύτερο που είχαν βγάλει ποτέ. «Δοκίμασε. Για σένα το έβγαλα». Έκανε να χαμογελάσει η Μυρτώ. Καθώς πήγε να το πάρει, έπεσε το μάτι της στο βραχιόλι του, δερμάτινο με τα αρχικά ΜΜ. Πετάχτηκαν τα λεπιδάκια από δαχτυλίδια, χαράκωσαν τα χείλη της, γέμισαν το κεφάλι της με την εικόνα της Μαίρης, της έφυγε το βάζο από το χέρι, μάτωσε το μέλι από το γυαλί. Έφυγε κλαίγοντας. Όρμησε σαν χίμαιρα στα στενά, μπροστά εκείνη, πίσω τα λεπιδάκια. Κάποτε σταμάτησε. Τράβηξε προς το σπίτι. Ανεβαίνοντας τη σκάλα άκουσε τη γιαγιά που κοιμόταν βαθιά. Ευχήθηκε να μην είχε απομακρυνθεί πολύ ο Μορφέας. Τον είχε ανάγκη απόψε.
Η κυρία Ρένα έκανε ώρα να καταλάβει πως η κοπέλα που της χαμογελούσε ήταν η κόρη της. Ένιωσε όμως τόσο χαρούμενη, ώστε δε σχολίασε το νέο χρώμα στα μαλλιά της. Έτρεξε βέβαια αμέσως να ρωτήσει την κομμώτρια για ξεβαφές. Την ώρα του φαγητού γύρισε κάποτε η κουβέντα στο σχολείο, τα όνειρα για Πανεπιστήμιο και τους γείτονες.. Πετάχτηκε η Αργυρούλα και κάρφωσε με το βέλος την αδερφή της. Έφυγε ο Μάνος. Στραβοκατάπιε η Μυρτώ. Μετάθεση ο πατέρας του, τα μαζέψανε άρον άρον, πάλεψε η Δέσποινα να μείνουν, αδύνατον. Άκουγε η Μυρτώ λέξεις σκόρπιες, βούιζαν τα αυτιά της, φαρμάκι στο στόμα της η κάθε μπουκιά. «Σου άφησε κι εσένα κάτι, είναι πάνω στο κρεβάτι σου». Παράτησε η Μυρτώ το τραπέζι, κόντεψε να γκρεμίσει την πόρτα. Άνοιξε την πολύχρωμη σακούλα. Ένα μικρό βαζάκι μέλι, η πέτρα από το σπάσιμο στο παράθυρο της αστυνομίας, πάντα του τη ζητούσε και ποτέ δεν της τη χάριζε ο Μάνος κι ένα χάρτινο σακουλάκι. Προσπάθησε να το ανοίξει προσεκτικά, κατέληξε όμως να το σκίσει. Ένα δερμάτινο βραχιόλι. Με τα αρχικά ΜΜ…
Στο σταθμό της Αγίας Παρασκευής από νωρίς είχαν κλείσει το δρόμο. Κόσμος, φωνές, απεργία. Δεν τον ένοιαξε. Τράβηξε για το σπίτι με τα πόδια. Περνώντας την εκκλησία έπεσε το μάτι του σε ένα δέντρο που έμοιαζε να ‘ναι εκεί πριν από τη δημιουργία του κόσμου. Κλαδιά, πουλιά, ποδήλατα, κάγκελα, θόρυβος πολύς. Σήκωσε τα μάτια του προς το φανάρι. Και τότε την είδε. Στεκόταν απέναντί του. Με τα καστανά μαλλιά της. Τα άβαφα νύχια της. Το δερμάτινο βραχιόλι φορεμένο στο χέρι της. Την πολύχρωμη σακούλα.
Δε θυμούνταν ποιος πλησίασε ποιόν. Ποιος αγκάλιασε ποιόν. Μόνο πως ένιωσαν ένα τσίμπημα και μετά κάτι γλυκό. Σαν μια μικρή μέλισσα φεύγοντας από ένα νυχτολούλουδο να άφησε στα χείλη τους μια σταγόνα μέλι από πορτοκάλι ευτυχίας.