Οι γάτες αγαπούν επτά φορές
Εφτάψυχες… πεντάμορφες… και κάθε μία τους μοναδική…
Η μητέρα Μαυρούλα και τα γατάκια της
Ήταν μια αδέσποτη γάτα ολόμαυρη με μια ράχη κυρτή, κοίλη σα να καμπουριάζει προς τα μέσα… Από τραυματισμό… από γεννησιμιού της… ποιος ξέρει… Θα περνούσε για άσκημη αλλά ήτανε πανέμορφη. Όλη η ομορφιά της ερχόταν από μέσα. Ζούσε με τα μικρά της, όλα ασπρόμαυρα, στην άκρη του πεζοδρομίου. Την έβγαλα Μαυρούλα. Πήγαινα πότε μόνη, πότε με φίλους απ’ τη γειτονιά κάμποσες φορές τη μέρα και ταΐζαμε εκείνη και τα μικρά, τα χαϊδεύαμε και κάναμε παρέα. Μα, βρίσκαμε καθημερινά κάποια απ’ τα μωρά της νεκρά, πατημένα από αυτοκίνητα, στην άκρη ή τη μέση του δρόμου. Θρηνούσαμε κάθε μέρα κι άλλα. Κάποια στιγμή, αφού είχαν σκοτωθεί τα περισσότερα, μια ομάδα από γείτονες συγκεντρώθηκε για να βρεθεί μια κάποια λύση. Στο σημείο της συζήτησης που στήθηκε εκεί στο πεζοδρόμιο, βρέθηκα και εγώ. Κάποιος κάτι ρώτησε, ίσως αν η γάτα και τα γατάκια της, είναι κανενός; Τότε μια γυναίκα που στεκόταν δίπλα μου, βιάστηκε ν’ απαντήσει: «Όχι αλλά τα ‘χε αναλάβει και πάρει υπό την προστασία της η κοπέλα…», εννοώντας εμένα, με τρόπο που δε μου άφηνε αμφιβολία πως έμμεσα με κατηγορούσε. Είναι απίστευτο τι διεξόδους βρίσκουμε οι ενήλικες προκειμένου να ξεφύγουμε από τις ενοχές μας και να αποποιηθούμε την ευθύνη! Δε θα ‘μουν δέκα χρονών τότε… Θα είχαν μείνει τρία ζωντανά απ’ τα γατάκια της Μαυρούλας. Τα δύο τα πήρε εκείνη η κυρία που με κατηγόρησε∙ Και το τρίτο κάποιος άλλος που δεν τον ξαναείδαμε. Τα δυο γατάκια τα έβαλε η κυρία σε ένα ψηλό μπαλκόνι, στην πολυκατοικία όπου έμενε, ακριβώς απέναντι από το σημείο του πεζοδρομίου που είχε κατοικοεδρεύσει η Μαυρούλα και είχε στήσει εκεί την οικογένειά της. Φυσικά συνέχισα να πηγαίνω στη Μαυρούλα φαγητό, να τη χαϊδεύω και να της κρατάω συντροφιά. Αλλά η Μαυρούλα ήταν συντετριμμένη με την απώλεια των γατιών της και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μου, καταλάβαινα πως μου ήταν αδύνατο να τη συνεφέρω. Τι κι αν την παρηγορούσα, τι κι αν της πήγαινα τις καλύτερες λιχουδιές, τι κι αν της έδειχνα από μακριά τα δυο μικρά της στο μπαλκόνι! Εκείνη ήταν ανένδοτη! Δε μου ‘κάνε τη χάρη! Την επόμενη μέρα, ίσως ήταν και την ίδια, που αποχωρίστηκε τα μικρά της, συνέβη ο παππούς κι η γιαγιά μου να τηγανίσουν ψάρια. Ίσως ήταν μαρίδες. Σκεπτόμενη πως θα την ευχαριστήσω και θα την κάνω να αισθανθεί καλύτερα, της πήγα δυο-τρία από αυτά, μεγαλούτσικα και με μπόλικο ψαχνό. Η Μαυρούλα πήρε ένα τροφαντό ψάρι στο στόμα της και κρατώντας το ανάμεσα στα σαγόνια της έπιασε να περπατά στο πεζοδρόμιο και να σκούζει σπαρακτικά φωνάζοντας τα μικρά της με πρόθεση να τα ταΐσει. Ζω όλη μου τη ζωή με γάτες και αν και έχω βρεθεί πολλές φορές αντιμέτωπη με αυτή την απώλεια των μανάδων, δεν έχω ξανακούσει γάτα να φωνάζει τα παιδιά της με τέτοιο γοερό κλάμα, όπως εκείνο. Όπως εκείνα τα απελπισμένα ουρλιαχτά! Ο σπαραγμός της εκείνη τη μέρα έσκισε την ψυχή μου στα δύο κι η χαρακιά αυτή δεν έχει πάψει να ματώνει μέχρι σήμερα… Η Μαυρούλα άφησε το ψάρι να πέσει από το στόμα της κάπου στο πεζοδρόμιο, εγκατέλειψε τα σκορπισμένα ψάρια, εκείνη τη φορά εγκατέλειψε κι εμένα που την παρακαλούσα κι απλώς έφυγε μακριά… Κι εγώ συνέχιζα να πηγαίνω και να την προτρέπω, δείχνοντας με το δάχτυλο, να κοιτάξει ψηλά και να της δείχνω τα μικρά της να μεγαλώνουν στο μπαλκόνι…
Η Μπουμπού της Καλαμάτας
Κάτω απ’ το σπίτι που έμενα στην Καλαμάτα κατά τα φοιτητικά μου χρόνια, λίγο παραδίπλα έμενε αυτός ο κύριος με την αγαπημένη του γάτα, τη Μπουμπού. Ήτανε παραπάνω αθυρόστομος απ’ ό,τι θα προτιμούσα σ’ ένα γείτονα, όχι τόσο στην ποσότητα αλλά στον τρόπο αλλά άμα αγαπάς τις γάτες αυτά σχεδόν διαγράφονται… Μία φορά είχα μιλήσει με τον άνθρωπο. Ήταν μαζί με την Μπουμπού∙ Και είπαμε για τη Μπουμπού. Όταν αργούσε η Μπουμπού και τον άκουγα αγωνιωδώς να τη φωνάζει με τις ώρες, αγωνιούσα και εγώ, ερχόταν αυτό το πλάκωμα και κάθιζε στο στήθος μου. Έπαιρνα Αθήνα κι έλεγα πως η Μπουμπού δε γύρισε ακόμα. Μόλις άκουγα πως φάνηκε η Μπουμπού ημέρευε και η δική μου η ψυχή. Γαλήνευε η τρικυμία στο στήθος. Ο κύριος πια ανακουφισμένος έλεγε στη Μπουμπού και στους γείτονες που ‘ταν έξω για τις προστυχιές που τάχα έκανε η Μπουμπού με τα ‘ρσενικά και γι’ αυτό αργούσε. Εγώ καλούσα Αθήνα κι έλεγα «’Ντάξει, όλα καλά… Ήρθε η Μπουμπού». Κάθε φορά επέστρεφε η Μπουμπού στο σπίτι μετά βαΐων και κλάδων…
Σάντυ: Η γάτα του Λυκείου
Το σχολείο που πήγαινα έχει «υιοθετήσει» μια γάτα. Η γάτα το σχολείο ή το σχολείο τη γάτα, αδιευκρίνιστο… Δε γίνεται να περάσεις απ’ το Λύκειο και να μη χαιρετήσεις τη Σάντυ. Εδώ και χρόνια μακρύτριχη φύλακας, μασκότ κι ιδιοκτήτρια του Λυκείου. Αν είσαι τυχερός, θα σε χαιρετήσει κι εκείνη!
Για πάντα μαζί
Κι όλο το τραύμα μου βαθαίνει
Πώς να ζω χωρίς εσένα
Πώς θα ‘θελα να ήταν ψέμα
Το τετελεσμένο που σε παίρνει μέσα από την αγκαλιά μου
Και με κρατά φυλακισμένη σε ένα κόσμο δίχως εσένα
Κάθε στιγμή αυτής της ζωής μού μοιάζει ψέμα
Άλικο χύνεται, μα είναι λάθος αίμα
Ο θάνατος σου με νεκρώνει και έχω τα φτερά σπασμένα
Σαν τα πουλιά που κυνηγούσες
Είναι παράλογο που αντέχω ετούτη τη ζωή μακριά σου που όλη της έχει χτιστεί γύρω από ‘σένα και σιμά σου
Για όσο ζω κι όταν πεθάνω, πάντα θα είμαι δικιά σου
Κι εσύ πάντα θα είσαι δικιά μου, θα ζεις μέσα στην καρδιά μου
Πάντα θα βλέπω τη μορφή σου να παίζει στα παράθυρα μου
Τις διαδρομές σου θα αγγίζω στα κάγκελα του μπαλκονιού
Οι νυχιές σου στον κορμό της ροδιάς είναι σημάδια στο δικό μου κορμί χαραγμένα επάνω κι είναι ο πόνος γλυκός
Σ’ αγαπώ τόσο πολύ, μέχρι εκεί που δε φτάνει θεός…
Οι δάσκαλοι μου νιαουρίζουν
Μη διαφεντεύετε τις γάτες. Μην τις δασκαλεύετε. Οι γάτες είναι σοφές. Και μεταλαμπαδεύουν τη σοφία τους σε όποιον καταδεχτεί να πάρει ρόλο μαθητή.
Οι γάτες δε με κατέκριναν ποτέ.
Οι γάτες με δέχτηκαν όπως ακριβώς είμαι.
Οι γάτες με διάλεξαν γι’ αυτό που είμαι.
Οι γάτες μου είδαν όλα όσα έχω μέσα στην καρδιά μου. Εύκολα διέκριναν και είδαν μέσα στην ψυχή μου με τέτοια καθαρότητα, με τρόπο εντυπωσιακό.
Κανείς δε θα με γνωρίσει καλύτερα, απ’ όσο με γνώρισαν οι γάτες.
Οι γάτες με δίδαξαν πως αξίζω.
Οι γάτες με δίδαξαν πως όλα βγάζουν νόημα.
Οι γάτες με δίδαξαν πως αν και τρομακτικός, ο κόσμος είναι επίσης υπέροχος.
Οι γάτες με δίδαξαν πως η ζωή συνεχίζεται.
Αυτές αξίζουν την καλύτερη εκδοχή μου. Όταν κάνω μαύρες σκέψεις, ρωτώ τον εαυτό μου: «Είναι αυτός ο άνθρωπος που γνώρισαν κι αγάπησαν οι γάτες μου;» ή «Θα το ήθελαν αυτό για ‘μένα οι γάτες μου;»…
Οι γάτες με αγάπησαν με μία αγάπη που υπερβαίνει τη συγγένεια, που υπερβαίνει το είδος, που υπερβαίνει τη γλώσσα…
Οι γάτες με έσωσαν με χίλιους τρόπους…
Το ερώτημα δεν είναι αν αγαπάς τις γάτες. Το ερώτημα είναι αν αφήνεις τις γάτες να σ’ αγαπήσουν…