Οι ιστορίες του παππού μου
Έβγαλε την ψηστιέρα από την πρίζα. Σήκωσε το αλουμινένιο καπάκι της. Το φαΐ είχε αποκτήσει μία ξερή κρούστα και άχνιζε. Μου το σέρβιρε πάνω στο αγαπημένο μου σουπλά, το κόκκινο. Έπιασε ένα περιοδικό που πρόχειρα αφημένο φώλιαζε στη φρουτιέρα παραδίπλα μαζί με τις μπανάνες και στάθηκε όρθιος στην άκρη του τραπεζιού κουνώντας το ορμητικά πάνω από το πιάτο μου για να «κρυώσει» το μόλις ξαναζεσταμένο φαγητό. Ο αχνός του διαλυόταν στο πέρα-δώθε. Όταν τελείωσε και μου παρέδωσε το μεσημεριανό μου στο πιάτο έτοιμο να καταναλωθεί, «Παππού θα μου πεις μια ιστορία για να φάω;», ζήτησα. Αυτή ήταν η καθημερινή ιεροτελεστία μας. Ο παππούς μού ετοίμαζε το φαΐ κι εγώ έπαιρνα τη θέση μου στο τραπέζι κι αμέσως έπειτα διάλεγα μία από τις ιστορίες του να μου αφηγηθεί. Κάθισε στην καρέκλα με τον τρόπο που καθόταν πάντοτε. Το δεξί πόδι του λυγισμένο προς τα πίσω και περασμένο στο πλάι της καρέκλας να σχηματίζει ορθή γωνία λίγο πάνω από το πάτωμα, με τη φτέρνα να κοιτάει προς τα πάνω. Η μύτη του γονάτου του αριστερού ποδιού κοιτούσε ελαφρώς αριστερά και η φτέρνα λίγο προς τα δεξιά. Ο παππούς μου ο Νίκος είχε αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθροπάθεια από τα τριάντα του χρόνια ή όπως το έλεγε ο ίδιος με απλούστερα λόγια: Ήταν αγκυλωμένος. Έγειρε προς τα πίσω στο κάθισμα του ίσα ν’ ακουμπήσει η ράχη του στην πλάτη της καρέκλας και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος, όπως του άρεσε να κάνει. Τα μανίκια του πουλόβερ του τραβήχτηκαν ανεπαίσθητα πάνω απ’ τους καρπούς. «Ποια ιστορία θέλεις να σου πω;», ρώτησε. Έτσι καλούμουν να επιλέξω κάποια απ’ τις ιστορίες του∙ Συνήθως διάλεγα ανάμεσα στις πιο αγαπημένες μου… Και έτσι, «Αυτή που κρεμάστηκες απ’ την κληματαριά…», ‘’έδινα κλότσο να γυρίσει η ανέμη’’ κι ο παππούς αρχινούσε να εξιστορεί…
Όταν ήμουνα μικρός, τα καλοκαίρια κοιμόμασταν όλη η οικογένεια έξω στην αυλή στρωματσάδα. Στρώναμε τις κουρελούδες κάτω και ξαπλώναμε σε σειρές ο ένας δίπλα στον άλλον. Από πάνω μας απλωνόταν η κληματαριά. Εγώ μια φορά, ήμουνα τότε πέντε χρονών κι όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα είδα ένα τσαμπί σταφύλι να κρέμεται κι έβαλε ο νους μου να ‘πα να το κόψω να φάω τις ρώγες του. Είχαμε μία σκάλα. Φεύγω σιγά-σιγά, πατάω αθόρυβα σαν τη γάτα να μη με πάρουνε χαμπάρι και πάω στα κρυφά κι ανεβαίνω τη σκάλα σαν το τσακάλι. Άμα έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι κάνω να πιάσω το τσαμπί… Έλα όμως, που δεν έφτανα...! Ήμουνα μικρός και πού να το πλησιάσω που ήταν ψηλά! Άπλωσα το χέρι μου αλλά πάλι δεν έφτανα… Σηκώνω το ένα πόδι κι αφήνω να πατάω μόνο με το άλλο στην κορυφή της σκάλας, τεντώνομαι κι άλλο να το πιάσω κι εκεί γλιστράει το πόδι μου απ’ το σκαλί και πάω να πέσω! Κι εκείνη την ώρα πιάνομαι απ’ την κληματαριά! Γραπώνομαι από την κληματαριά και βρίσκομαι να αιωρούμαι, να κρέμομαι πάνω απ’ τα κεφάλια των γονιών και των αδελφιών μου! Φωνάζω «Βοήθεια!!!». Ξυπνάει τότε ο πατέρας μου, ανοίγει τα μάτια του και βλέπει το γιο του να κρέμεται πάνω από το κεφάλι του! Με τα ποδάρια κάτω και το κεφάλι πάνω και τα χέρια γραπωμένα από το λεπτό κορμό του κλήματος. Πετάγεται πάνω ο πατέρας μου και φωνάζει: «Κρατήσου κερατά!!! Ανεβαίνω!!! … Βάστα γερά ρε κερατά! Έρχομαι!», σφίγγει ο παππούς τη γροθιά του και τα δόντια του παραστατικά καθώς λέει αυτή τη φράση κι ανακαλεί τη μνήμη∙ Και δίνει μια και τρέχει και ορμάει κι ανεβαίνει τη σκάλα. Με βουτάει και με κατεβάζει! Και μου λέει «Άλλη φορά άμα θες σταφύλι θα μου λες εμένα! Και θα στο πιάνω εγώ!».
Μερικές φορές έπαιρνε και δεύτερη ιστορία μέχρι ν’ αποφάω. «Πες μου κι αυτή που σε κυνήγαγε η γιαγιά σου»… Αρχινάει πάλι ο παππούς: Μια φορά όταν ήμουν παιδί είχαμε τη γιαγιά στο σπίτι… Θα ‘τανε κάπου να πάμε και μου ‘χε πει η γιαγιά μου, να μείνω στο σπίτι να την περιμένω. Εγώ όμως δεν την περίμενα και βγήκα. Όταν γύρισα εκείνη με περίμενε πίσω απ’ την πόρτα με τη βίτσα. Μου ‘ρχεται από εκεί που δεν το περίμενα! Να μια βιτσιά! Με πετυχαίνει στα πόδια! «Ωχ!», εγώ! Κι άλλη βιτσιά! «Ωχ! Ωχ!». Όπως έτρεχα γύρω-γύρω στο δωμάτιο και χοροπηδούσα βρίσκω ανοιχτή την πόρτα. Τρύπωσα και βγήκα έξω. Φιιιι… Καπνός! Πού να με φτάσει να με πιάσει μετά; Εμένα στα πόδια δε μ’ έφτανες! Εκεί όμως που νόμιζα ότι είχα ξεφύγει, τη βλέπω να τρέχει πίσω μου στα χωράφια με τη βίτσα. Τρέχω πάλι εγώ και εκεί είχε ένα μαντρότοιχο. Δίνω μια και πηδάω τη μάντρα! Ήσυχος ότι πλέον είμαι ασφαλής. Έμεινα άναυδος! Ξαφνικά, βλέπω τη γιαγιά μου - μια σπιθαμή, ένα μέτρο άνθρωπος, -στο γάμο της είχε ανέβει σε σκαμπό για να φτάνει τον άντρα της-, με τα φουστάνια να πηδάει τη μάντρα!!! Το βάζω στα πόδια! Της ξέφυγα. Πέρασε το μεσημεράκι, είχε σουρουπώσει. Έλα όμως, που μ’ είχε κόψει η λόρδα! Το μεσημέρι δεν είχα προκάνει να φάω, ήμουνα νηστικός. Αλλά δε γυρνούσα σπίτι. Κάποια στιγμή τη βλέπω από μακριά να έρχεται∙ Ήρθε και με βρήκε εκεί που καθόμουνα σ’ ένα πεζουλάκι κι έπαιζα με κάτι πετραδάκια. Εγώ δεν πήγαινα∙ Και από κάποια απόσταση «Έλα εδώ!», μου κάνει. Ο παππούς λέει τη φράση μαλακώνοντας τη φωνή του και αναπαριστά το νεύμα με το χέρι του υψωμένο, τα δάχτυλα να κλείνουν προς τα κάτω να συναντούν την παλάμη. Πήγα. «Κάθισε», μου λέει. Κάθισα και μου έβαλε και έφαγα.
Ή και τρίτη κι ας μην είχε απομείνει φαΐ στο πιάτο. «Θα μου πεις κι αυτήν που δε σας άφηνε να πιείτε νερό και σας βαρούσε με τη βίτσα;». Ξεκίναγε πάλι να διηγείται: Η γιαγιά μου δεν μας άφηνε να πιούμε νερό πριν τελειώσουμε το φαγητό μας. Άμα ήταν η μάνα μου τής έλεγε «Άσε τα παιδιά να πιούν νερό!» αλλά εκείνη έλεγε «Όοοχι!!! Πρώτα θα φάν’ το φαγητό τους και μετά θα πιούνε νερό!». Όταν ερχόταν να μας επισκεφτεί, οπότε και έμενε μαζί μας μερικές μέρες, το μεσημέρι μας έβαζε εμάς να καθόμαστε γύρω από το τραπέζι κι εκείνη καθόταν μόνη της σε μιαν άκρη της κουζίνας βαστώντας τη βίτσα και μας παρακολουθούσε. Έτσι κι έκανε κάποιος από μας ν’ απλώσει το χέρι να πιάσει το ποτήρι, του έσκαγε η βίτσα στο χέρι! Ακόμη κι όταν μας φαινόταν πως δεν μας κοιτούσε. Καθόμασταν τ’ αδέλφια… εγώ, ο αδελφός μου ο Αντώνης, η Μανταλένα, δίπλα η Ελένη και η μικρότερη αδερφή μου η Καλλιόπη, που τώρα που μεγάλωσε τη φωνάζουνε Πόπη. Η αδερφή μου η μικρή ήτανε «ψείρα» σαν κι εσένα! Στην κατοχή που δεν είχαμε να φάμε, εκείνη «ψείριζε» το φαγητό της! Αν είχε κάνα πρασινάκι το έβγαζε στην άκρη. Και ήτανε κι αυτή τσακάλι, όπως κι εσύ! Έπαιζε με τ’ αγόρια και τα έδερνε. Εγώ ήμουνα γρήγορος. Ο πιο γρήγορος! Τελείωνα πάντα πρώτος. Έτρωγα τσάκα-τσάκα όλο μου το φαγητό κι έπινα νερό! Μια φορά λοιπόν, είχα φάει όλο μου το φαγητό και όπως ήταν το ποτήρι… -«Να! Όπως εδώ ας πούμε!» κάνει και τοποθετεί το ποτήρι πάνω στη χαρτοπετσέτα-, απλώνω το χέρι μου να το πιάσω και τρώω μία με τη βίτσα! «Ωωχ!!!», κάνω. «Μα αφού έχω φάει όλο το φαγητό μου!», της λέω και της δείχνω το άδειο πιάτο. «Α, εντάξει.» κάνει μαλακά και με άφησε και ήπια νερό…
Και μετά έλεγε «Έλα να πάμε μέσα στην τηλεόραση να ξεκουράσω και το πόδι μου…» ή «Άντε! Να πας εσύ να διαβάσεις τα μαθήματα σου, να πάω κι εγώ να ξαπλώσω στο ντιβάνι…». Μια εποχή του ζητούσα συνέχεια να μου λέει την ιστορία «…με το Γερμανό που σε κυνήγαγε που νόμιζε ότι τον κορόιδεψες». Όταν ήμουνα μικρός, στην κατοχή ήταν ένας Γερμανός που ερχόταν και μας γύρευε εμάς τα παιδιά και του κάναμε θελήματα. «Piccolo-piccolo…» φώναζε, δηλαδή «Μικρέ!». Μια φορά τον έπιασαν τ’ άλλα τα παιδιά και με κακολόγησαν, ότι τάχα είχα πει εγώ κάτι κακό γι’ αυτόν. Αυτός ήταν θεόρατος σα θηρίο, πανύψηλος κι είχε ένα χέρι σαν κουπί! Ήρθε και με βρήκε και με χτύπησε. Μου άστραψε μια στο πρόσωπο! Με πήραν εμένα τα κλάματα! Του ξέφυγα όμως! Έπιασα να τρέχω! Με κυνηγούσε ο Γερμαναράς αλλά δεν μπορούσε να με φτάσει στα πόδια! Βλέπω μία αποθήκη μικρή και μπαίνω και κρύβομαι μέσα. Τον ακούω να ‘ρχεται! Είχε κάτι ράφια με πράματα και πήγα και κρύφτηκα πίσω από κάτι βαρέλια με μπογιές. Μπήκε και μ’ έψαχνε. Δε μ’ έβρισκε. Πετάγομαι ξαφνικά πίσω απ’ τα δοχεία! Ώσπου να βγω προλαβαίνει και τρώω κάνα-δυο στα πόδια μ’ ένα ξύλο! Πετάγομαι έξω από την πορτίτσα κι εξαφανίστηκα! Με έχασε! Μετά από κάνα-δυο μέρες καθόμουνα εγώ μόνος μου παραπέρα κι έπαιζα με κάτι χαλικάκια, κάτι ξυλάκια… Μου κάνει από λίγη απόσταση να πάω: «Έλα εδώ!». Του λέω «Δεν έρχομαι!». «Έλα!», μου λέει. «Δεν έρχομαι!». Τελικά, ήρθε και μου είπε έτσι κι έτσι, «Εγώ…» του εξήγησα, «…δεν είπα τίποτα!». Και μου ζήτησε συγγνώμη που με χτύπησε. Και του έκανα τη δουλειά. Συχνά, ακολουθούσε αυτήν την ιστορία εκείνη με το σκύλο του Γερμανού. Είχε ένα σκύλο μεγάλο κι άγριο κι όποτε περνούσαν τους γάβγιζε. Μια φορά κάτι του είπαν του σκύλου στα ελληνικά, με τον αδερφό του θα ήταν κι ο Γερμανός δεν κατάλαβε και νόμισε ότι τον έβρισαν και τους έπιασε πάλι στο κυνήγι!
Άλλη φορά του παράγγελνα: «Αυτή που σας πετούσαν πέτρες…». Έλεγε, λοιπόν, ο παππούς… Είχαμε με τον αδερφό μου το καρότσι με τα ξύλα και πηγαίναμε να τα παραδώσουμε. Ο δρόμος ήταν ανηφορικός και σε μια στροφή του δρόμου, μάς είχαν στήσει ενέδρα. Κάποιοι που γνωριζόμασταν, κάναμε την ίδια δουλειά και μας έβλεπαν ανταγωνιστικά γιατί φαίνεται οι δικές μας δουλειές πήγαιναν καλύτερα απ’ τις δικές τους ή γιατί ήθελαν να έχουν το μονοπώλιο. Δεν ήταν μόνο παιδιά, ήταν κι ο πατέρας τους μαζί. Ήταν κρυμμένοι πιο πάνω και μας πετούσαν πέτρες! Για να γλιτώσουμε, κρυφτήκαμε κάτω από το καρότσι με τα ξύλα. «Ρε σταματάτε να πετάτε πέτρες!». Τίποτα αυτοί. Δε σταμάταγαν. Παραλίγο να μας σκοτώσουν! Όταν γυρίσαμε το βράδυ στο σπίτι, το είπαμε στον πατέρα μου κι εκείνος πήγε την άλλη μέρα και τους έπιασε και τους ζήτησε το λόγο. Απαίτησε να μην ξανασυμβεί και μας άφησαν στην ησυχία μας.
Και κάποια άλλη φορά που είχαν το καρότσι φορτωμένο με ξύλα, τους σταμάτησαν οι Γερμανοί. Στην περιοχή του Σταυρού στην Αγία Παρασκευή. Είχαν σταματήσει και συγκεντρώσει πολύ κόσμο. «Αλτ!», μας λέει ο Γερμανός. Μας λέει τι κουβαλάτε; - Πού πηγαίνετε; Απαντάμε. Λέει «Δε θα φύγετε!». Μας κράτησαν εκεί. Δεν ξέραμε για ποιο λόγο, ούτε τι θα γίνει. Στην αρχή νομίζαμε ήθελαν να μας πάρουνε τα ξύλα. Πώς το σκέφτηκε ο αδερφός μου ο μεγάλος ο Αντώνης! Είχε μια κάρτα που του είχε δώσει ένας Γερμανός για να μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε σε κάποιο κτίριο που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και πηγαίναμε εκεί πέρα και κάναμε κάποιες δουλειές, βαψίματα και τέτοια. Για αντάλλαγμα μας έδιναν λίγο ψωμί. Είχε πάνω του ο αδερφός μου αυτήν την κάρτα και σκέφτηκε να τη δείξει στο Γερμανό κι έτσι κι έκανε. Την παίρνει αυτός και τη δείχνει σ’ έναν άλλο κι έρχεται μετά από λίγο και λέει «Μαζεύτε τα και φύγετε!». Φύγαμε. Την άλλη μέρα το πρωί βλέπει η μητέρα μου πρώτη είδηση στην εφημερίδα: «Η μαζική εκτέλεση Ελλήνων στον Σταυρό Αγίας Παρασκευής»…
Και όταν είχαμε επαναλάβει πολλές φορές τις πιο αγαπημένες μου ιστορίες, μού εξιστορούσε κάποια άλλη, όπως αυτή που πήγε να πέσει από το γάιδαρο στο γκρεμό. Όταν ήτανε στο στρατό τούς έβαζαν να μεταφέρουνε κάτι φορτία. Ο παππούς πρέπει να ‘ταν λοχίας. «Κάποια φορά…», έλεγε, «…χάλασε το στρατιωτικό αυτοκίνητο» και πώς έγινε κι είχαν εκεί ένα γάιδαρο! Ψάχναμε να βρούμε λύση πώς θα γυρίσουμε. Λέει ο άλλος, ο φαντάρος που ήταν μαζί μου, να πάμε με το γάιδαρο. Του λέω «Πώς; Ξέρεις να σελώνεις γάιδαρο;». Εγώ δεν ήξερα. «Ναι, ξέρω!», λέει αυτός. «Βρε είσαι σίγουρος πως ξέρεις να το κάνεις;», «Ναι!», να λέει. Ε, σελώνει το γαϊδούρι και μια ανέβαινε εκείνος-μια εγώ και τραβούσαμε για το στρατόπεδο. Σε ένα σημείο ήταν όλο γκρεμνά και περπατούσε ο γάιδαρος άκρη-άκρη μ’ εμένα στη ράχη κι από κάτω ανοιγόταν ο γκρεμός! Σε μια στιγμή έτσι όπως ταρακουνιόταν το ζωντανό πάνω στις πέτρες, -σαν το καράβι στ’ ανοιχτά της θάλασσας που παλεύει με τα κύματα-, μία πάνω-μία κάτω - μία ψηλά το κεφάλι και μία τα πισινά, άξαφνα γλιστράει η σέλα και γυρίζει ανάποδα! Μ’ εμένα μαζί! Και βρίσκομαι από τη ράχη στην κοιλιά του! Πώς βάστηξα και δεν με άδειασε στο γκρεμό, δεν ξέρω! Δεν είχε δέσει το σχοινί από κάτω να το σφίξει. Του λέω «Αυτό είναι που ξέρεις να σελώνεις γαϊδούρι;»…
Ή όπως αυτή όταν ήταν πια παντρεμένος με τη γιαγιά μου «…κι είχαμε τη μάνα σου μικρή… Είχαν έρθει εργάτες του δήμου να βάλουν μια κολόνα της ΔΕΗ». Είχαν σκάψει το λάκκο για την τοποθέτηση και ήταν έτοιμοι να βάλουν την κολόνα, όταν ξαφνικά ακούμε δυνατές φωνές! Βγήκαμε έξω! Η κυρία Ιουλία είχε καθίσει πάνω από το λάκκο με ανοιχτά τα πόδια να τον περιστοιχίζουν, το ένα απλωμένο στην αριστερή πλευρά και το άλλο στη δεξιά πλευρά του και ξεφώνιζε: «Δε θα βάλετε εδώ την κολόνα! Δε θα την βάλετε έξω από το σπίτι μου! Δεν υπάρχει περίπτωση!». Ο σύζυγός της, ο κυρ-Μιχάλης να προσπαθεί να την ηρεμήσει. Οι κόρες της από το μπαλκόνι να φωνάζουν πάνω απ’ τις δικές της φωνές «Μαμά, τι κάνεις;! Θα πάθεις τίποτα! Έλα μέσα!» και οι εργάτες να προσπαθούν να την πείσουν να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά τους… Ήρθε κι η αστυνομία κι όλη η γειτονιά έμεινε στο πόδι! Η κολόνα μπήκε! Είναι εκεί από τότε και δεν είναι καν μπροστά στο σπίτι. Είναι στο πλάι της μιας γωνίας της πρόσοψης του σπιτιού. Η κυρα-Ιουλία από την άλλη είναι χρόνια πολλά που έφυγε και μας άφησε χρόνους…
Πες μου κι άλλη ιστορία, παππού! Αυτή με τα παιχνίδια που παίζατε με τους φίλους σου στη γειτονιά… Που φτιάχνατε χαρταετούς… Που πετούσατε με τα φυσοκάλαμα στραγάλια… Και τα παιγνίδια που κάνατε με τους βόλους… Που είχες φίλο κι εκείνον τον ηθοποιό που ήταν λίγο πιο μεγάλος από ‘σένα… Αυτή με τα ζώα που είχατε στην οικογένεια, που ανέβαινες πάνω στο σκύλο σας που ήταν τεράστιος και τον καβαλούσες και σε πήγαινε βόλτα… Αυτή που είχε φωνάξει η μητέρα σου τη μοδίστρα στο σπίτι και ξέφυγες απ’ τις γυναίκες και έβαλες το δάχτυλο σου στο ποδαράκι της ραπτομηχανής και στο μάγγωσε και στο γάζωσε κι έχεις ακόμη το σημάδι… Αυτή που σε χτύπησε η δασκάλα σου επειδή δεν ήξερες καλά το μάθημα, που σε έπιασε απ’ το τσουλούφι και σου χτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο, τότε στην κατοχή που πηγαίνατε στο σχολείο για να πάρετε γάλα για την οικογένεια… Αυτή που σε έδειρε ο πατέρας σου μια φορά με τη ζώνη και μετά ήρθε και σου ζήτησε συγγνώμη και δεν ξανασήκωσε το χέρι του ποτέ… Αυτή που σου ‘φερε η μάνα σου, -που είχε μεγαλώσει στο φάρο της Μυκόνου-, το φυλαχτό με το τίμιο ξύλο από τα Ιεροσόλυμα που δεν το βγάζεις ποτέ από πάνω σου, πάρα μόνο για να πλυθείς… Αυτή με το Γερμανό που σου έδινε κατιτίς να φας επειδή του θύμιζες το γιο του και αυτήν που μαζεύατε νεράντζια για τους Γερμανούς κι εκείνοι σας έδιναν πίσω πορτοκάλια γιατί στους Γερμανούς άρεσαν καλύτερα τα νεράντζια… Κι αυτή με τη γερόντισσα που σου έδειξε πώς να σηκώνεσαι, -με το να τυλίγεις τα πόδια σου σε θέση οκλαδόν-, όταν κουβαλούσες στην πλάτη τα ξύλα κι έπεφτες απ’ το βάρος… Που δούλευες στην καπνοβιομηχανία όταν ήσουν μικρός… Που σε κυνηγούσε ένας εργάτης στην οικοδομή που έφτιαχνες τα υδραυλικά για να τον σφαλιαρίσεις επειδή έλεγαν όλοι εκεί ότι είχες γερά χέρια κι ήθελε να δει πόση δύναμη έχεις… Που δουλεύατε μετά την ραπτομηχανή με τη γιαγιά… Πες μου όλες σου τις ιστορίες παππού! Και να δεις που όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ θα τις θυμάμαι για όσο ζω∙ Κι ίσως κάποια μέρα κι εγώ να τις διηγηθώ σε άλλους ανθρώπους, όπως τώρα εσύ τις αφηγείσαι σ’ εμένα… Και κάθε φορά που θα διηγούμαι τις ιστορίες σου δεν θα είμαι μόνη μου. Θα είμαστε μαζί, παππού!