Ταξιδεύοντας…
(για τον Λευτέρη… που πάντα θα αξίζει το όνομά του)
Κλείνοντας την πόρτα πίσω εκείνο το βράδυ, ένιωσε το κάθε βήμα του να σκάβει σαν γηραιός τυφλοπόντικας μια στοά μέχρι το υπόγειο. Χαμογέλασε στη σκέψη. Δεν είχε υπόγειο. Κακοτεχνίες. Αυτά πλήρωνε τώρα. Γιατί έρχονται στιγμές που θέλεις να πετάξεις μέσα ένα χαλί, μια κουζίνα με καμένο φούρνο, έναν ανεμιστήρα οροφής, μια κουβέρτα κρεμ, ένα περιλαίμιο με σκούρα γραβατούλα. Και πόρτα κλειστή δε βρίσκεις. Και κάνεις πως δεν τα βλέπεις, τα βάζεις σε σακούλα, τα κλείνεις με κορδόνι, μα λίγο να γυρίσεις την πλάτη σου, αυτά εκεί, στη θέση τους πάλι.
Άφησε ο Λευτέρης την τσάντα του καταγής. Από συνήθεια, άνοιξε το ψυγείο. Έψαξε για νερό παγωμένο. Άρπαξε ένα μικρό μπουκάλι από την πόρτα. Με ένα βήμα προς τα πίσω σωριάστηκε στην καρέκλα. Μηχανικά έτριψε με δύναμη το μέτωπό του. Να μπορούσε να λιώσει έτσι μερικές σκέψεις. Ένα ζαρωμένο πανί με μικροΐνες βουτηγμένο σε σκονισμένες καρτ ποστάλ. Έτσι ένιωθε το μυαλό του. Όσο και να τις τίναζε στο παρελθόν, εκείνες γλιστρούσαν από τη σχισμή του χρόνου, κολλούσαν στις νύχτες του, απλώνονταν στο κρεβάτι, του τραβούσαν το μαξιλάρι, τον άφηναν ξάγρυπνο. Κι εκείνος έμενε να τις κοιτά.
Εκείνο το απόγευμα κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης είχε δεχτεί ένα τηλεφώνημα από την ασφαλιστική. Πετάχτηκε για λίγο στο αυτοκίνητο. Ψάχνοντας για ένα συγκεκριμένο έγγραφο σκάλισε το ντουλαπάκι, άνοιξε τις τσέπες από το κάλυμμα, τίποτα. Καθώς έκανε να σηκωθεί, κρατήθηκε από τη χειρολαβή του συνοδηγού σπρώχνοντας την ηλιοπροστασία προς τα πίσω. Ένα κομμάτι μπλε χαρτί προσγειώθηκε στο πατάκι. Παραξενεύτηκε. Θα το είχε ξεχάσει εκεί ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Το έχωσε στην τσέπη και έτρεξε πίσω στο ιατρείο.
Το σούρουπο, καθώς πλησίαζε στο αυτοκίνητο, έψαξε για τα κλειδιά του. Στην τσέπη του ανακάλυψε τσαλακωμένο το χαρτάκι. Πάνω στον πανικό της δουλειάς το είχε ξεχάσει εντελώς. Το τελευταίο περιστατικό ήταν από τα πιο δύσκολα. Τσομπανόσκυλο, θηλυκό, με σοβαρά τραύματα, σχεδόν ετοιμοθάνατο. Στα μάτια του είχε ακόμα την εικόνα της. Είχε υπερβεί τον εαυτό του, αύριο θα έβλεπε αν τα κατάφερε. Καθώς έβαζε μπρος, ξετύλιξε το χαρτάκι. Το κοίταξε ξανά και ξανά. Κι όλα σκοτείνιασαν. Αφήνοντας τη νύχτα που πλησίαζε, ξαφνικά χωρίς ρόλο.
Κεφίρ. Αηδίασε και μόνο στη σκέψη. Πώς βρέθηκε αυτό στο ψυγείο; Με μια κίνηση το ξεφορτώθηκε στον κάδο. Άκουσε γνώριμο κλάμα. Η σκυλίτσα έδειχνε να πονάει. Πλησίασε το κλουβί, άνοιξε την πόρτα και κάθισε δίπλα της. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Ένιωσε ανήμπορος. Άπλωσε αυτή το ποδαράκι της. Έκανε εκείνος να το αγγίξει, φοβήθηκε να ανοίξει τη γροθιά του. Τα έχασε ο χρόνος. Δεν ήξερε πια, να κυλήσει προς τα μπρος ή πίσω.
Κοίταξε με πόνο εκείνο το μπλε χαρτάκι. Εισιτήριο. Για ένα μουσείο στην Ολλανδία. Φοιτητής ακόμα ο Λευτέρης. Τότε που ζούσε. Που ξυπνούσε από τα χαράματα σε ένα μικρό διαμέρισμα, είχε δύο μαξιλάρια, δύο μάτια δίπλα του. Που ταξίδευε. Που χαμογελούσε. Που έκανε όνειρα τη μέρα.
Άκουσε ένα γρύλισμα. Γύρισε απότομα. Στα καστανά της μάτια είδε πόνο, δικό της, δικό του, δεν ήξερε ακριβώς. Έγειρε το πράσινο βλέμμα του στο δικό της. Σκούρο καφέ. Της μίλησε για όσα τον θύμωναν, για ανθρώπους, φίλους, απώλειες, πάτησε rewind στο ταξίδι της ζωής του. Κι εκείνη τον κοίταζε, απορημένη από ποιον ουρανό να έπεφτε αυτή η καυτή βροχή…
Νωρίς το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο. Το άρπαξε από συνήθεια. «Πείτε μου» κατάφερε να μουρμουρίσει. Στην άλλη πλευρά της γραμμής η οικογένεια της σκυλίτσας αγωνιούσε. Γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια της καθρεφτίστηκαν στα δικά του. Δίπλα της ένα μπλε χαρτάκι. Εισιτήριο.
Χαμογέλασε. Πλησίασε και τη χάιδεψε, τεντώθηκε εκείνη.
Πήρε στα χέρια του το χαρτάκι, πλησίασε στον κάδο. Θυμήθηκε το μπουκάλι με το κεφίρ. Ίσως τελικά να έπρεπε να δοκιμάσει κάτι νέο στη ζωή του.
«Τι λες;», της φώναξε χαρούμενος, «θα το πιούμε μαζί;»
Κούνησε την ουρά της εκείνη, έκανε να σηκωθεί.
«Ξεκουράσου μικρούλα» της ψιθύρισε. «Γίνε καλά και θα πάμε όσες βόλτες θέλεις»
Εκείνο το μεσημέρι, καθώς έκλεινε πίσω την πόρτα, ένας καυτός ήλιος στον ουρανό έλουζε τα πάντα. Στο δρόμο για το σπίτι το ραδιόφωνο έπαιζε τα αγαπημένα του κομμάτια. Άρχισε να τραγουδά δυνατά. Θα είχε μόλις παρκάρει, όταν χτύπησε το κινητό του. Ο ηλεκτρολόγος είχε μπλέξει με τη δυνατή βροχή και ακύρωνε το ραντεβού τους, θα τα κατάφερνε λίγες μέρες χωρίς μουσική στο αυτοκίνητο; Γέλασε ο Λευτέρης.
Ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό του, άνοιξε το παράθυρο. Τέρμα τα παλιά.
Ένιωσε την πείνα να τον κυριεύει. Γεμιστά, σαν εκείνα της γιαγιάς. Και γαλακτομπούρεκο. Άρπαξε τα κλειδιά και όρμησε έξω. Κλείνοντας την πόρτα, μουρμούρισε «α! και κεφίρ! οπωσδήποτε…».