Το δάνειο
Δύο φίλοι περπατούσαν κάποτε στο δρόμο. Ώσπου ο ένας παρατηρεί το πρόσωπο του ενός να φαίνεται στεναχωρημένο και κατηφές. Τον ρωτάει με ενδιαφέρον να του πει τι έχει.
- Φίλε μου υποφέρω, του εξομολογείται ο δεύτερος. Χρωστάω ένα μεγάλο ποσό και ο δανειστής μου, με απειλεί ότι μέσα στην εβδομάδα θα μου πάρει το σπίτι και εμένα θα με στείλει φυλακή. Απαιτεί να αποπληρώσω όλο το ποσό που χρωστάω –και είναι μεγάλο. Έχω χάσει την ηρεμία μου, με επισκέπτεται και με αναστατώνει συνέχεια.
- Μη στεναχωριέσαι, του απαντάει ο άλλος. Θα προσπαθήσω με τον τρόπο μου να σε προστατέψω από αυτή του τη μανία.
Περπατώντας, συναντούν στο δρόμο το δανειστή. Εκείνος, μόλις είδε τον άνθρωπο που του χρωστούσε άρχισε να φωνάζει δυνατά και να απαιτεί να τον εξοφλήσει.
- Κύριε, επεμβαίνει ξαφνικά ο φίλος του οφειλέτη, σε συμπονώ διότι και εσύ θέλεις πίσω το ποσό που έδωσες. Όμως, δεν είναι κρίμα και αυτόν εδώ τον φτωχό να τον διώξεις από το σπίτι του;
- Άνθρωπέ μου, μην ανακατεύεσαι! Ο φίλος σου μου χρωστάει τόσα χρήματα και δεν μου έχει επιστρέψει τίποτα. Τι θα ήθελες να κάνω δηλαδή;
- Αν θέλεις, θα μπορούσαμε να κάνουμε μία συμφωνία. Αύριο, την ίδια ώρα, να συναντηθούμε και να μου δανείσεις 200.000 ευρώ. Θα μπορούσα εγώ να σου τα επιστρέψω την ίδια ημέρα, ενώ τα έχω τόσο μεγάλη ανάγκη; Αν δεις ότι μπορώ, θα σταματήσεις να ενοχλείς τον φτωχό αυτό άνθρωπο. Αν όμως δεν μπορώ να σου τα επιστρέψω, τότε τον αφήνω ελεύθερο στα χέρια σου. Υπάρχουν πιθανότητες να μην μπορέσω να εκπληρώσω το στοίχημα που βάζω, αλλά εσύ θα πάρεις περισσότερα από τα χρήματα του φτωχού δεσμεύοντας το σπίτι και την περιουσία του.
Ο φίλος του ακούγοντας τα λόγια αυτά, άρχισε να κλαίει και να του χτυπάει ελαφρά το χέρι ψιθυρίζοντας «μα τις λες, θα με διώξει από το σπίτι». Εκείνος όμως τον καθησύχασε λέγοντας «αύριο».
Ο δανειστής χαμογέλασε θεωρώντας πως εκείνος θέλει να τον κοροϊδέψει, αλλά θεωρώντας αδύνατο να επιστρέψει όλα τα χρήματα την ίδια μέρα, πίστεψε πως αυτή ήταν η πολυπόθητη ευκαιρία να φυλακίσει τον οφειλέτη του και να κατασχέσει όλη του την περιουσία. Συμφώνησε λοιπόν.
Την επόμενη ημέρα, συναντήθηκαν και οι τρεις. Ο οφειλέτης έτρεμε διότι γνώριζε πως αν ξόδευε όλα τα χρήματα ο φίλος του, θα ήταν αδύνατο να τα επιστρέψει την ίδια ημέρα.
Ο άλλος όμως ήταν ήρεμος και με γαλήνιο χαμόγελο, για το οποίο ο φίλος του απορούσε.
Ο δανειστής ευτυχισμένος που όλα θα πήγαιναν σύμφωνα με το θέλημά του, είχε φέρει τη βαλίτσα με τις 200.000 ευρώ. Όταν πλησίασε και τους δύο, έδωσε τη βαλίτσα στο φίλο και του είπε:
«Εδώ έχω τις 200.000, όπως σου υποσχέθηκα. Μέτρησέ τες για να είσαι και εσύ σίγουρος πως σου λέω την αλήθεια».
Εκείνος μέτρησε τα χρήματα, χαμογέλασε και… επέστρεψε τη βαλίτσα, λέγοντας «ορίστε, σου τα επιστρέφω».
- Μα… τι κάνεις; απόρησε ο δανειστής.
- Τι κάνω; Σου επιστρέφω το ποσό που μου δάνεισες. Σημασία είχε να το επιστρέψω, όχι ο τρόπος που θα το κάνω.
- Μα, μα..
- Από τη στιγμή που μου παρέδωσες το ποσό, μπορούσα να το επιστρέψω την ίδια στιγμή, διότι το είχα στα χέρια μου! Συνεπώς, πρέπει να κρατήσεις και εσύ το λόγο σου και να αφήσεις το φίλο μου ήσυχο.
Ο δανειστής γεμάτος νεύρα και ταραχή, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει, με τον οφειλέτη να πέφτει στην αγκαλιά του φίλου του από χαρά και ευγνωμοσύνη!